Απαιτείται άμεσα παραγωγική ανασυγκρότηση στη Μεσσηνία


Τώρα που η εκλογική περίοδος, αν και σύντομη, βρίσκεται στην κορύφωσή της, είναι καιρός τα κόμματα που ζητούν την ψήφο μας να μας εξηγήσουν λεπτομερώς πώς σκέφτονται να οδηγήσουν τη Μεσσηνία στο δρόμο της ανάπτυξης.
Τα πράγματα είναι δύσκολα κι αυτό επιβεβαιώνεται σε κάθε σοβαρή συζήτηση που γίνεται, όπως και στα στοιχεία που βλέπουν κατά καιρούς το φως της δημοσιότητας. Η κυβέρνηση που θα προκύψει από τις εκλογές της 25ης Ιανουαρίου πρέπει να αντιμετωπίσει τον παραγωγικό ζουρλομανδύα που ισχύει με ένα σχέδιο παραγωγικής ανάταξης, με βάση τα μακροπρόθεσμα συγκριτικά πλεονεκτήματα του νομού και την ποιότητα ζωής των κατοίκων του.
Η Μεσσηνία έχει υποστεί καταστροφές, όμως μπορεί να προωθήσει ποιοτικά και βιολογικά προϊόντα με διακριτή ταυτότητα, μπορεί να ενισχύσει τον επισκευαστικό τομέα, μπορεί να στηρίξει τον εναλλακτικό τουρισμό και να προωθήσει εργασίες ενεργειακής θωράκισης των κτηρίων.
Στη θέση μιας άφρονης – ποσοτικής επέκτασης του οικιστικού τομέα, μπορεί να δημιουργήσει έναν τομέα συνολικής διαχείρισης και αποκατάστασης κτηριακών συνόλων. Μπορεί να «επενδύσει» στο τοπίο (δασικό, παραλιακό, αστικό), ενισχύοντας την εσωτερική και διεθνή επισκεψιμότητά του.
Αφορμή για τα παραπάνω αποτέλεσε η συζήτηση που είχαμε χθες με δύο επιχειρηματίες οινοποιούς, με πετυχημένη δράση στο χώρο τους, τον Γιάννη Τσαβολάκη (BIOVIN) και τον Βαγγέλη Ξυγκώρο (ΟΙΝΟΜΕΣΣΗΝΙΑΚΗ). Αιτία, η είδηση ότι ακόμη και το κρασί περιόρισαν οι Έλληνες τα τελευταία πέντε έτη, καθώς η κρίση μείωσε το εισόδημά τους, ενώ πολλοί αντικατέστησαν το εμφιαλωμένο με το χύμα λόγω κόστους.
Ειδικότερα, σε πτωτική τροχιά κινείται η εγχώρια αγορά οίνου, καθώς την τελευταία πενταετία τόσο η παραγωγή όσο και η εγχώρια κατανάλωση οίνου κατέγραψαν μείωση συγκριτικά με την προηγούμενη πενταετία, όπως προκύπτει από σχετική μελέτη της ICAP Group.


Ο κ. Τσαβολάκης δεν αμφισβήτησε τα παραπάνω στοιχεία, σχολιάζοντας ότι στην εταιρεία του, αν η ετήσια παραγωγή που πουλάει είναι υποθετικά 500 τόνοι κρασί, μόνο οι 20 από αυτούς καταναλώνονται από τις εμφιαλωμένες ετικέτες που κυκλοφορεί στην αγορά: «Όσοι δεν το έχουν καταλάβει ακόμα, είμαστε μια χώρα που στο χώρο της οινοποιίας δεν παράγει παρά μόνο την πρώτη ύλη, κι αυτή με πολλά προβλήματα, αφού μέχρι πρόσφατα έβαζαν τους αγρότες και ξερίζωναν τα αμπέλια τους. Όλα τα υπόλοιπα (φιάλες, φελούς) πρέπει να τα εισάγουμε, κάτι που μας αναγκάζει να μην μπορούμε να ανταγωνιστούμε σε καμία περίπτωση την Ιταλία ή την Γαλλία, για να μιλήσω μόνο για χώρες της Ευρώπης. Κι όμως, η ποιότητα των αμπελώνων μας είναι εξαιρετική λόγω των εδαφολογικών χαρακτηριστικών που έχουμε. Αν επισκεφθεί κάποιος την περιοχή του κρασιού, το Μπορντό στη Γαλλία, και δει πού παράγεται το γαλλικό κρασί, μάλλον θα τον πιάσει θλίψη. Εμείς είμαστε σε πολύ καλύτερη κατάσταση. Κι όμως, στην αγορά, εκεί που κρίνονται όλα, συμβαίνει το αντίθετο».
Πάντως, ο κ. Τσαβολάκης σημείωσε ότι η εταιρεία του, παρά την αδιαφορία του κράτους στην προώθηση του ελληνικού κρασιού, χρόνο με το χρόνο βελτιώνει τις πωλήσεις της, χάρις στην ποιοτική αξία των προϊόντων της. Κι αυτό γίνεται χωρίς σχεδόν καμία διαφήμιση, αλλά από στόμα σε στόμα. «Πολλοί άνθρωποι που πρωτοπίνουν το κρασί μας, δείχνουν ενδιαφέρον και ψάχνουν να το βρουν», συμπλήρωσε.


Στο ίδιο μήκος κύματος κινήθηκε και ο Βαγγέλης Ξυγκώρος από την «ΟΙΝΟΜΕΣΣΗΝΙΑΚΗ». Βέβαια, όπως μας ξεκαθάρισε από την αρχή, η τάση για μεγαλύτερη κατανάλωση «χύμα» κρασιού και όχι εμφιαλωμένου υπήρχε στο Μεσσήνιο, αλλά και στον Έλληνα καταναλωτή, πριν από την κρίση: «Θεωρώ ότι οι περισσότεροι από εμάς, όταν πηγαίνουμε σε μια ταβέρνα ή ένα εστιατόριο, πρώτα ψάχνουμε να βρούμε κρασί εκτός τιμοκαταλόγου. Έτσι οι περισσότεροι επαγγελματίες έχουν τους λεγόμενους ασκούς, χωρίς αυτό να σημαίνει, βέβαια, ότι η ποιότητά τους είναι υποδεέστερη. Αν σ’ αυτό προσθέσετε και την κρίση των τελευταίων χρόνων, το φαινόμενο παίρνει μεγαλύτερες διαστάσεις».
Από εκεί και πέρα, βέβαια, το κλασικό ερώτημα είναι γιατί το ελληνικό κρασί, αν και άριστο ποιοτικά, δεν έχει τη θέση που του αξίζει στην παγκόσμια αγορά. Ο κ. Ξυγκώρος είναι αφοπλιστικός: «Χωρίς καμία δόση υπερβολής, θεωρώ ότι στο λευκό και ροζέ οίνο η χώρα μας είναι μέσα στην πρώτη τριάδα, αν συνδυάσει κάποιος την ποιότητα με την αξία του προϊόντος. Από εκεί και πέρα, όμως, η ελληνική κακοδιοίκηση “έχει χτυπήσει” και τον κλάδο μας. Επί της ουσίας, είμαστε μόνοι μας, χωρίς καμία κρατική ενίσχυση. Κι όταν αυτό έγινε περιστασιακά, ο τρόπος ήταν εντελώς λανθασμένος. Αποτέλεσμα να “ματώνουμε” να προωθήσουμε το προϊόν μας. Σκεφθείτε ότι σε μια έκθεση στην Ελβετία το 2006 οι κάτοικοι της χώρας δε γνώριζαν ότι η Ελλάδα παράγει κρασί! Δεν υπάρχει κανένα σοβαρό σχέδιο για την προώθηση του προϊόντος μας. Εμείς, ως εταιρεία, επενδύουμε στην ποιότητα, ανοίγουμε το προϊόν μας στις ξένες αγορές και θεωρώ ότι πολύ σύντομα θα δρέψουμε τους καρπούς των προσπαθειών μας».
 
Στοιχεία
Όπως ανέφεραν στελέχη της ICAP Group σχετικά με τις εξελίξεις της συγκεκριμένης αγοράς, «η εγχώρια κατανάλωση οίνου (όπως ακριβώς και η παραγωγή) παρουσιάζει σημαντικές ετήσιες διακυμάνσεις και εναλλαγές. Επομένως, θεωρείται πιο αντικειμενική η σύγκριση με βάση το μέσο όρο ανά πενταετία.
Την τελευταία πενταετία η μέση ετήσια κατανάλωση οίνου διαμορφώθηκε σε επίπεδα της τάξεως των 3.000 εκατόλιτρων, μειωμένη κατά 9% περίπου συγκριτικά με το μέσο όρο της προηγούμενης πενταετίας. Σε ετήσια βάση η εγχώρια κατανάλωση οίνου την περίοδο 2012/13 σημείωσε μικρή αύξηση (4%) σε σχέση με την αμέσως προηγούμενη οινική περίοδο».
Από το συνολικό μέγεθος της εγχώριας κατανάλωσης οίνου, τα εμφιαλωμένα κρασιά εκτιμάται ότι καλύπτουν ένα ποσοστό κοντά στο επίπεδο του 40% στην παρούσα φάση, ενώ το μεγαλύτερο μερίδιο αντιστοιχεί σε χύμα κρασί (περιλαμβανομένων και των συσκευασιών σε ασκούς).
Αναφορικά με τις εισαγωγές, το θετικό είναι ότι τα κρασιά εγχώριας παραγωγής καλύπτουν τη ζήτηση σε μεγάλο βαθμό, γεγονός που διαμορφώνει σε χαμηλά επίπεδα το βαθμό εισαγωγικής διείσδυσης και συγκεκριμένα μεταξύ 5% και 8%.
Από την άλλη πλευρά, παρατηρείται υποχώρηση των εξαγωγών οίνου μετά το 2010, με το βαθμό εξαγωγικής επίδοσης να διαμορφώνεται σε περίπου 11% την περίοδο 2011-12 και σε 9,6% την περίοδο 2012-13. 

Του Αντώνη Πετρόγιαννη