Πώς ο «υγρός χρυσός» της Μεσσηνίας «καταλήγει» στη θάλασσα

Πώς ο «υγρός χρυσός» της Μεσσηνίας «καταλήγει» στη θάλασσα

Το μεγάλο πρόβλημα και μειονέκτημα της Μεσσηνίας -και κατ’ επέκταση της Ελλάδας-, να αφήνει να χάνεται μέσα από τα χέρια της το “υγρό χρυσάφι” της, απασχόλησε πρόσφατο δημοσίευμα της Washington Post, επικεντρώνοντας στα προβλήματα της Ελλάδας.
Σύμφωνα και με τα πρόσφατα στοιχεία που παρουσίασε σε συνάντηση για το ΠΟΠ Καλαμάτα ο διευθυντής Αγροτικής Ανάπτυξης Μεσσηνίας κ. Κυριακόπουλος και τα οποία είχαν παρουσιαστεί από το «Θ», η παραγωγή στη Μεσσηνία κυμαίνεται από 40.000 έως 60.000 τόνους ελαιόλαδου το χρόνο με μέσο όρο τους 50.000 τόνους. Τυποποιούνται όμως λιγότερο από 4.000 τόνους ελαιόλαδου, συμβατικού και ΠΟΠ μαζί. Δηλαδή, άνω του 90% της ποσότητας του μεσσηνιακού “υγρού χρυσού” διακινείται χύμα. Και εκεί είναι και το μεγάλο αγκάθι για το ΠΟΠ Καλαμάτα, διότι θα είναι παντελώς άχρηστο ως πλεονέκτημα, αν οι παραγωγοί παράγουν λάδι ΠΟΠ, αλλά δεν τυποποιείται.
 
Washington Post
Δεν είναι η πρώτη φορά που ο διεθνής τύπος υμνεί το ελληνικό ελαιόλαδο. Αυτή τη φορά όμως η Washington Post το χρησιμοποιεί για να δείξει πώς εξηγούνται τα προβλήματα που αντιμετωπίζει η Ελλάδα.
“Στους λόφους της Καλαμάτας, παράγονται κάποιες από τις καλύτερες ελιές στον κόσμο. Αυτές δίνουν ένα λάδι τόσο λαμπερά πράσινο, που κάποιες φορές περιγράφεται ως «υγρός χρυσός».
«Όμως, όταν βγει αυτό το λάδι στις εγκαταστάσεις επεξεργασίας, το μεγαλύτερο μέρος του ”καταλήγει” στη θάλασσα. Το 2012, το 60% της ελληνικής ελαιοπαραγωγής μεταφέρθηκε με πλοία στην Ιταλία. Εκεί, συσκευάστηκε σε ιταλικά μπουκάλια, με ιταλικές ετικέτες και στάλθηκε σε όλο τον κόσμο. Και τα περισσότερα από τα κέρδη καταλήγουν στην Ιταλία. Σύμφωνα με την εταιρεία McKinsey, η Ιταλία παίρνει ένα επιπλέον 50% της τιμής του ελληνικού ελαιόλαδου», γράφει η αμερικανική εφημερίδα.
 
Οι δυσκολίες των επιχειρήσεων
Γιατί συμβαίνει αυτό; Οι Έλληνες επιχειρηματίες αντιμετωπίζουν συγκεκριμένα ζητήματα όταν επιχειρούν να εξάγουν το ελαιόλαδο της χώρας τους, απαντά η Washington Post. Πρώτα από όλα, δεν μπορούν να βρουν κάποιον στην Ελλάδα που φτιάχνει μπουκάλια, οπότε πρέπει να τα κατασκευάσουν στην Ιταλία. Έχουν δυσκολίες στη λήψη δανείων για να πληρώσουν τα μπουκάλια και στη συνέχεια τους «χτυπούν» οι φόροι. Εξαιτίας των οικονομικών ζητημάτων, η ελληνική κυβέρνηση ζήτησε από τους επιχειρηματίες να εκτιμήσουν και να καταβάλουν το φόρο που θα πρέπει να πληρώσουν το 2016 προκαταβολικά, το 2015, εξηγεί η εφημερίδα.
Η ιστορία δείχνει ένα από τα πιο επίμονα προβλήματα της ελληνικής οικονομίας, πέρα από τη σύγκρουση με τους Ευρωπαίους δανειστές. Η οικονομική εξαθλίωση της Ελλάδας έχει σε ένα μεγάλο βαθμό αυτό-επιβληθεί. Πέρα από την Ευρώπη, υπάρχουν πράγματα που η Ελλάδα θα μπορούσε να κάνει για να βελτιώσει την οικονομία της που πασχίζει, προωθώντας την ντόπια βιομηχανία και χαλαρώνοντας τους επαχθείς περιορισμούς. Το γεγονός ότι η Ελλάδα κατέχει μόνο ένα μερίδιο 28% στην παγκόσμια αγορά για τη φέτα και ένα 30% στην αγορά των ΗΠΑ για το ελληνικό γιαούρτι, δείχνει μία σαφή εμπορική ευκαιρία, αναφέρει η McKinsey στην αναφορά της.
 
Υποσχόμενοι τομείς
Ο γεωργικός τομέας της Ελλάδας έχει πολλές δυνατότητες. Η χώρα είναι η τρίτη μεγαλύτερη σε παραγωγή ελαιόλαδου στον κόσμο, σχεδόν ισάξια της Ιταλίας που είναι στη δεύτερη θέση πίσω από την Ισπανία. Το ελαιόλαδο αντιπροσωπεύει σχεδόν το 1/10 της ελληνικής γεωργικής παραγωγής, σύμφωνα με την Eurostat. Η χώρα εξάγει επίσης μέλι, κρασί, φρούτα και λαχανικά σε όλο τον κόσμο και θα μπορούσε να κάνει πολλά περισσότερα. Πέρα από το γεωργικό τομέα, κάποιους από τους πιο πολλά υποσχόμενους τομείς στην Ελλάδα είναι εκείνοι των γενόσημων φαρμάκων, της υδατοκαλλιέργειας, της φροντίδας ηλικιωμένων, των μεταφορών, της διαχείρισης αποβλήτων και του τουρισμού, σύμφωνα με την McKinsey. Μόνο ο τουρισμός αποτέλεσε το 17% της οικονομίας το 2014.
Τι πρέπει να κάνει η Ελλάδα για να εκμεταλλευθεί αυτές τις ευκαιρίες; Πρώτα από όλα να διασφαλίσει την οικονομική σταθερότητα. Επιπλέον, η χώρα χρειάζεται υποδομές, για μεγαλύτερη και πιο σύγχρονη παραγωγή και εγκαταστάσεις συσκευασίας για να εκμεταλλευθεί τη γεωργική παραγωγή, όπως σημειώνει η ίδια αναφορά.