Τα αδιέξοδα της μεσσηνιακής- ελληνικής ελαιοκομίας

Τα αδιέξοδα της μεσσηνιακής- ελληνικής ελαιοκομίας

Ημερίδες, συνέδρια, εκθέσεις, προτάσεις για τη βελτίωση των συνθηκών σε ό,τι αφορά στη διάθεση του μεσσηνιακού ελαιόλαδου, έχουμε παρακολουθήσει, ουκ έστιν αριθμός.
Στην πραγματικότητα, πέρα από τις ποιοτικές προσπάθειες κάποιων συνεταιρισμών και τυποποιητών, δεν έχουμε διαπιστώσει κάτι άλλο. Κοινός τόπος όλων των απόψεων είναι  ότι η συμπίεση του κόστους παραγωγής, η βελτίωση της ποιότητας και η αύξηση της παραγωγικότητας, η αύξηση του ποσοστού του ελαιολάδου που τυποποιείται και η διαμόρφωση μιας στρατηγικής για την προώθηση του ελαιολάδου με χαρακτήρα και συνέχεια, είναι οι άξονες προτάσεων για να δει το κυρίαρχο προϊόν της Μεσσηνίας “άσπρη ημέρα”.
 Κι όμως, σε ποσοστό άνω του 95%, το μεσσηνιακό ελαιόλαδο ανήκει στην κατηγορία έξτρα παρθένο, με άριστα οργανοληπτικά χαρακτηριστικά και ιδιαίτερα υψηλή περιεκτικότητα σε αντιοξειδωτικές  ουσίες (πολυφαινόλες).
Πρόσφατα, αποδείχτηκε ότι εχουμε ελαιόλαδο φάρμακο, και μάλιστα με επιστημονική σφραγίδα και αναλύσεις! Το συμπέρασμα τούτο προκύπτει από επιστημονική έρευνα του καθηγητή της Φαρμακευτικής του Πανεπιστημίου Αθηνών Προκόπη Μαγιάτηη και της συνεργάτιδάς του, Ελένης Μέλλιου.
Ο επιστήμονας, σε συνεργασία με το Olive Center του Πανεπιστημίου Davis της Καλιφόρνιας, κατέδειξε πως είναι φάρμακο το ελαιόλαδο από τη Μεσσηνία  Μάλιστα, παρουσιάζει σημαντικά μεγαλύτερες συγκεντρώσεις ευεργετικών για την υγεία ουσιών σε σχέση με ελαιόλαδα από άλλες περιοχές της Ελλάδας. Κι όμως ακόμα και αυτό δεν μπορούμε ακόμα να το υποστηρίξουμε.
Αρκετοί, συμπληρωματικά, έχουν επισημάνει την ανάγκη αξιοποίησης και αλλαγής της νομοθεσίας για τη διάθεση ελαιολάδου με στόχο την αύξηση του τυποποιημένου ελαιολάδου, την εντατικοποίηση των ελέγχων για την πάταξη της νοθείας, την αυστηροποίηση του κυρωτικού πλαισίου και την απλούστευση των ελεγκτικών διαδικασιών, την αξιοποίηση ευκαιριών αύξησης των μεριδίων του μεσσηνιακού ελαιολάδου στις νέες αγορές, τη συμμετοχή σε σημαντικές εκθέσεις και διαγωνιστικές διαδικασίες αξιολόγησης με στόχο την αναγνωρισιμότητα του μεσσηνιακού ελαιολάδου.
 Επίσης,  την καθιέρωση στους χώρους εστίασης στη Μεσσηνία τυποποιημένων συσκευασιών μεσσηνιακού ελαιολάδου, αλλά και την ανάπτυξη και διεύρυνση του συνεταιριστικού κινήματος σε υγιή βάση με νέα φιλοσοφία, μακριά από κομματικές λογικές, στελεχωμένο με επαγγελματικό και εξειδικευμένο προσωπικό, όπως και την ανάγκη ανάπτυξης συνεργασιών.
Στην “Ύπαιθρο Χώρα”, ο Βασίλης Ζαμπούνης, προσθέτει τη δική του εμπειρία, από την πολύχρονη εργασία του στα προβλήματα του ελληνικού ελαιόλαδου. Όπως υοστηρίζει, η Ελλάδα είναι απούσα στο νέο χάρτη της παγκόσμιας ελαιοκομίας  και «Ζητείται εθνική ελαϊκή πολιτική»  γιατί οι χύμα πωλήσεις – στην εγχώρια αγορά με τον ανώνυμο «τενεκέ» και τη διεθνή με τα βυτία και τα καράβια – καθώς και τα «πανωγραψίματα» των διαφόρων επιδοτήσεων και προγραμμάτων, αποτέλεσαν τις εύκολες λύσεις που οδήγησαν στα σημερινά αδιέξοδα.
Γι’ αυτά σίγουρα δεν ευθύνονται τα άψυχα, τα οποία άλλωστε είναι όλα ευνοϊκά (κλιματολογικές συνθήκες, ποικιλίες δένδρων, εξοπλισμός παγίων, μακραίωνη παράδοση, πακτωλός επιδοτήσεων), αλλά οι άνθρωποι που τα διαχειρίστηκαν. Επίσης, είναι προφανές ότι οι ευθύνες κατανέμονται όχι  εξίσου αλλά ανάλογα με το μερίδιο διαχείρισης που ο καθένας άσκησε τα τελευταία χρόνια.
«Όσα ξέρει ο νοικοκύρης, δεν τα ξέρει ο κόσμος όλος», λέει ο λαός. Κατ’ αρχήν, τόσα χρόνια, θα έπρεπε οι ίδιοι οι επαγγελματικοί φορείς και οι οργανώσεις (των συνεταιρισμένων ελαιπαραγωγών, των αγροτικών συλλόγων, των ελαιοτριβείων, των βιομηχάνων και βιοτεχνών τυποποίησης, των εμπόρων)  να έχουν βάλει τάξη «στα του οίκου τους», να έχουν οργανώσει τον τομέα, να έχουν αξιοποιήσει τις ευκαιρίες, τις αθρόες χρηματοδοτήσεις, τα προγράμματα, να έχουν κάνει τέλος πάντων ό,τι ήταν δυνατόν για την ανάπτυξη της ελληνικής ελαιοκομίας.
 Να σημειώσουμε ότι και οι ίδιοι οι επαγγελματικοί φορείς είχα ν πολύ μεγάλα έσοδα από παρακρατήσεις επί των επιδοτήσεων (του παραγωγού, του ΕΛΓΑ, της τυποποίησης /κατανάλωσης). Κι όμως, «οι γονείς, άφησαν το παιδί τους ορφανό και απροστάτευτο», ζητώντας μάλιστα επιπλέον  χρηματοδοτήσεις μέσω της επιβολής υποχρεωτικής εισφοράς (φόρου) ανά κιλό ελαιολάδου.
Τα παραπάνω συμπυκνώνονται στο παράδειγμα της Εθνικής Διεπαγγελματικής Οργάνωσης Ελαιολάδου και Επιτραπέζιας Ελιάς (ΕΔΟΕΕ). Πρόκειται για μια παταγώδη αποτυχία. Από τα 9 ιδρυτικά μέλη, μόνο 3 είναι σήμερα ενεργές και ταμειακώς εντάξει οντότητες, ενώ και οι επιτραπέζιες ελιές διασπάστηκαν από το ελαιόλαδο. 13 χρόνια μετά την ίδρυση της ΕΔΟΕΕ, το μόνο ουσιαστικό έργο που έχει να επιδείξει είναι η «απορρόφηση» των 17 περίπου εκατ. ευρώ των προγραμμάτων οργανώσεων Ελαιουργικών Φορέων (ΟΕΦ), τα οποία χρηματοδοτούνται από το  παρακράτημα 2% της ενιαίας ενίσχυσης των ελαιοπαραγωγών (11-15 εκατ. ευρώ ετησίως).
Άγνωστο πόσα από αυτά πραγματικά αξιοποιήθηκαν, καθώς ορισμένες δράσεις συνιστούσαν εξόφθαλμα πανάκριβες σπατάλες, ενώ ο δειγματοληπτικός έλεγχος της Κομισιόν το 2010 εντόπισε κάποιες από αυτές, αν και, ευτυχώς για τα ον εθνικό προϋπολογισμό, δεν προχώρησε στην επιβολή καταλογισμών (προστίμων).
Όλο αυτό το διάστημα των 13 ετών, η ΕΔΟΕΕ απέτυχε αν αναλάβει άλλες πρωτοβουλίες – όπως π.χ. η συγκέντρωση και δημοσίευση αξιόπιστων στατιστικών στοιχείων – οι οποίες, αν και μηδενικού σχεδόν κόσμους, θα είχαν σημαντική θετική επίδραση στη διαφάνεια και την οργάνωση του ελαιοκομικού τομέα. Αντιθέτως, η ΕΔΟΕΕ υιοθέτησε την εξαιρετικά αμφιλεγόμενη πρόταση να επιτρέψει η Ελλάδα το καθεστώς της «Eνεργητικής Τελειοποίησης», κάτι που θα επέτρεπε την εισαγωγή ελαιόλαδων τρίτων χωρών, με προφανείς δυσμενείς επιπτώσεις, όχι μόνο στις τιμές παραγωγού στην Ελλάδα, αλλά θα υπέσκαπτε και το μόνο επιχείρημα, αυτό της υψηλής ποιότητας, των ελληνικών έξτρα παρθένων ελαιόλαδων.
Έτσι, τελικά ανατρέχοντας τη διαδρομή της ΕΔΟΕΕ, μάλλον επιβεβαιώνονται οι επιφυλάξεις, που από ορισμένες πλευρές είχαν εξ  αρχήν εκφραστεί και οι οποίες διέβλεπαν ότι η σύσταση της ΕΔΟΕΕ δεν αποτελούσε καρπό ώριμων διεργασιών, με στόχο τη διεπαγγελματική συνεννόηση για μια εθνική ελαϊκή πολιτική και οργάνωση του τομέα, αλλά μάλλον μια βιαστική κίνηση, εν όψει των προγραμμάτων των ΟΕΦ, των οποίων τότε είχε εγκριθεί το νομικό τους πλαίσιο και θα άρχιζε η εφαρμογή.
 

  • Σύμφωνα με το καθεστώς της «Ενεργητικής Τελειοποίησης», μια κοινοτική χώρα (ιδίως Ιταλία και Ισπανία) εισάγει ελαόλαδο από τρίτες χώρες (Τυνησία, Μαρόκο, κ.λπ.) προκειμένου να τα επανεξάγει αφού τα επεξεργαστεί. Ως επεξεργασία θεωρείται όχι μόνο ο εξευγενισμός (ραφινάρισμα) των λαμπάντε αλλά και η απλή μίξη και τυποποίηση συσκευασίας, για επανεξαγωγή των βρώσιμων παρθένων.

 
Επιμέλεια: Αντώνης Πετρόγιαννης