Ακρόπολη Αρχαίας Πελλανας (Παλαιοκάστρον Λακωνίας)

Ακρόπολη Αρχαίας Πελλανας (Παλαιοκάστρον Λακωνίας)

Η πιθανή πρώτη οχυρωμένη κατοικία των ιπποτών Βιλλεαρδουίνων, οικοδομημένη στη θέση μιας αρχαίας νεκρόπολης

Κατόρθωσα ετούτον τον καιρό να ανέβω εις ένα κάστρο, σε μιαν ακρόπολη οχυρή για να το πω σωστότερα, η οποία ευρίσκεται κάπου στα ψηλά της απεράτωτης κοιλάδας του Ευρώτα. Είναι μια ακρόπολη (μα και κάτι πολύ περσότερο που θα το ιδούμε παρακάτω) καταφρονεμένη από τον άνθρωπο, ο οποίος σαν ταξιδεύει ως τα μέρη της, καμιά σημασία δεν της δείχνει, γιατί είναι μεσαιωνική και τα μεσαιωνικά πάντοτε για τους πολλούς φαντάζουν άχαρα. Κοντινά σ’ αυτήν, προς βορράν, σώζουνται τάφοι εντυπωσιακοί από τα χρόνια των Μυκηναίων. Για εκεί πιλαλεί ο κόσμος. Μεταξύ των τάφων αυτών, είναι κι ένας από τους μεγαλύτερους που έχουν ανακαλυφθεί στη χώρα μας από κείνα τα πολύ μακρινά χρόνια.

Ελόγου μου, ωστόσο, και σε τούτο το κείμενο, θα επιμείνω στην απόφασή μου να σας μιλήσω για τα μεσαιωνικά. Περί των αρχαίων, μπορεί κανείς να αναζητήσει το τρίτομο έργο του αρχαιολόγου Θεόδωρου Γ. Σπυρόπουλου, Λακεδαίμων (εκδ. Καρδαμίτσα).

Ανάβαση στην ακρόπολη της Πελλάνας, στο σημερινό «Παλαιόκαστρο»

Το λοιπόν, είχα εξερευνήσει τα περσότερα γύρω από την κοιλάδα κάστρα από καιρό (κάστρα Χελμού, Λογκανίκου, Βορδόνιας, Λυκόκαστρο κ.ά.) και είχα κάμει τους χάρτες μου, είχα κρατήσει τις σημειώσεις μου. Τελικώς, το πλήρωμα του καιρού κατά το οποίο θα υποψιαζόμουν ότι η ακρόπολη της Αρχαίας Πελλάνας, ήτις καλείται από τους ντόπιους και Παλαιόκαστρον, υπήρξε για ένα διάστημα ολίγων ετών το αγαπημένο μέρος των Φράγκων ηγεμόνων του Μορέως Βιλλεαρδουίνων, κατά την πρώτη θα λέγαμε περίοδο της κατάχτησης της Πελοποννήσου από τους σταυροφόρους, το πλήρωμα αυτό του χρόνου, ξαναλέγω, είχε σιμώσει.

Έτσι, σαν ήρθε το καλοκαιράκι του 2021 έπεσα πάλι, καθώς μελετούσα το ζήτημα, σε κάποια λόγια ειπωμένα από τον Sir Steven Ranciman, τον αείμνηστο διάσημο μεσαιωνολόγο.

Αξίζει πριν να προχωρήσομε, να ιδούμε τι μας μεταφέρει ο Σκωτσέζος λόγιος μέσα από το βιβλίο του «Μυστράς» (εκδ. Καρδαμίτσα), για τα μετά την κατάχτηση της περιοχής αυτής της Λακωνίας όπου η κοιλάδα του Ευρώτα:

«Η κοιλάδα της Σπάρτης ήταν στην πιο ωραία της εποχή, στην αρχή της άνοιξης. Και ο Γοδεφρείδος μαγεύθηκε από αυτήν. Έκτισε ένα παλάτι στις όχθες του Ευρώτα –πιθανώς έξω από τα τείχη της πόλης, αλλά δεν έχει απομείνει ούτε ίχνος από αυτό. Ήταν ο αγαπημένος του τόπος διαμονής. Η Ανδραβίδα παρέμεινε η διοικητική πρωτεύουσα της ηγεμονίας και το Νύκλι, εξαιτίας της κεντρικής θέσης του, αποτέλεσε πρόσφορο τόπο για έκτακτες συνελεύσεις βαρώνων. Αλλά στη Λακεδαιμονία, La Cremonie όπως την αποκαλούσαν, οι Βιλλαρδουίνοι έφτιαξαν του σπιτικό τους.

Το υπόλοιπο τμήμα της Λακωνίας γρήγορα καταλήφθηκε και τα κάστρα γύρω από την κοιλάδα, το Νύκλι στο βορρά, το Γεράκι στην ανατολή και ο Πασσαβάς στη Μάνη, παραχωρήθηκαν σε έμπιστους υποτελείς. Αλλά ο Γοδεφρείδος κράτησε την κοιλάδα σαν πριγκιπική ιδιοκτησία».

Ο συλλογισμός μου, λοιπόν, ενθάρρυνε τη θέλησή μου για άμεσο ταξίδι προς τη γη των Λακεδαιμονίων. Τούτο ωστόσο, δεν θα το έκαμα μονάχος, αλλά σε συνεργασία με τον καθηγητή Βυζαντινής Ιστορίας και καλό φίλο, Ιωάννη Θεοδωρακόπουλο, όστις επαραδέχθη πως η θεωρία μου είναι αξιοπρόσεκτη.

Ξεκινήσαμε από πρωίας από την πόλη των Καλαμών και ύστερα από δύο ώρες ταξιδίου εισήλθαμε στο χωριό της Πελλάνας. Δίχως άργητα, βαδίσαμε ως το βορειανατολικό μέρος του χωριού, όπου και βρεθήκαμε εις τα κράσπεδα του λόφου που αναζητούσαμε. Από τη θέση κείνη, ο λόφος έμοιαζε να βαστά εις την κορφή του ένα πετράδι γκρίζο. Ευρισκόμενοι πεζή πια, δρομίσαμε ανηφορικώς κατά την βαθυκοίμητη μεσαιωνική ακρόπολη.

Αφού περάσαμε μες από κάποιες αρχαιότητες στα κράσπεδα του λόφου, απαντήσαμε σε ένα plateau, μια νεροφλέβα γύρω από την οποία ευρίσκονταν σκορπισμένα τα ρημάδια διαφόρων αρχαίων κτισμάτων. Σύμφωνα με τον επί πολλά έτη έφορο στη Σπάρτη Θ. Σπυρόπουλο, τα περσότερα από τα κτίσματα που απαντά κανείς εις το Παλαιόκαστρο, είναι πανάρχαια ταφικά μνημεία.

Πριν να ανεβούμε πιο πάνω, κάμαμε μία κουβέντα περί των σωρών των ερειπίων που συντροφεύουν την πηγή. Από κείνο το σημείο και ύστερα ως την κορφή του λόφου, θα συναντούσαμε σχεδόν μοναχά μεσαιωνικές «αναμνήσεις», οι οποίες θα μας εθύμιζαν όλο και περσότερο οικοδόμημα του πρώτου καιρού της Ιπποτοκρατίας. Το χαρακτηριστικό των οικοδομημάτων αυτών, το γλέπαμε πια όσο προσεγγίζαμε τη γυροτείχιστη μεσαιωνική ακρόπολη, η οποία φαινόταν να έχει ανεγερθεί βιαστικώς από πέτρες ακανόνιστες, συγκολλημένες σε ορισμένα σημεία με ολίγα κεραμικά. Εδώ να επισημάνω ότι, εξαιτίας της πολύ άγριας και πυκνής βλάστησης, ήταν αδύνατο να φτιάξουμε κάποιο, έστω και πρόχειρο, τοπογραφικό, για τούτο και όταν βρήκαμε μιαν εμπασιά για την ακρόπολη, περάσαμε μέσα άνευ δεύτερης σκέψεως.

Ο αρχαίος τάφος στην ακρόπολη της Πελλάνας και στο βάθος μέρος των μεσαιωνικών τειχών

Σαν ανεβήκαμε πια στην ακρόπολη, αισθανθήκαμε να μας ροφούν τα άβυσσα των αιώνων. Γύρω μας τα τειχιά, σαβανωμένα από τη βλάστηση, εφύλαγαν το plateau της κορυφής εις το οποίο κυριαρχούσε ανάμεσα στα μεσαιωνικά, ένας μέγας πανάρχαιος λακκοειδής τάφος. Απ’ όλα τα στοιχεία που προσμετρούσαμε, η κυρίαρχη αίσθηση που είχαμε είναι πως εκείνη η τοποθεσία και εν γένει το Παλαιόκαστρο, ήτανε η πρώτη χρονικά, πρόχειρα οικοδομημένη κατοικία των Βιλλεαρδουίνων, η οποία θα πρέπει να δημιουργήθηκε απάνω στα αρχαία και στα βυζαντινά, με εντολή του Γοδεφρείδου Α’ Βιλλεαρδουίνου. Αν η θεωρία τούτη είναι σωστή, το γεγονός αυτό θα γίνηκε, άνευ αμφισβητήσεως, ύστερα από την επέλαση των Σταυροφόρων στη Λακεδαιμονία, η οποία υπάκουε στις εντολές του τοπικού της άρχοντα Λέοντος Χαμάρετου και των συγγενών του. Γνωρίζομε ότι η αντίσταση των Λακεδαιμονίων έναντι στα σιδεροντυμένα σμάρια των ιπποτών της Φραγκίας εβάσταξε εις το σύνολο πέντε ημέρες.

Έκτοτε, και πάλι από τον Ranciman, αλλά και την κύρια πηγή της εποχής, δηλαδή το Χρονικόν του Μορέως, πληροφορούμαστε ότι πολλά έτη αργότερα, και ο δευτερότοκος γιoς του Γοδεφρείδου Α’ Βιλλεαρδουίνου, ο περίφημος Γουλιέλμος ο «Καλομάτης», ετότε που επέστρεψε στο πριγκιπάτο που όριζε από την αιχμαλωσία, έκαμνε επίδειξη δυνάμεως με τους ιππότες του στην πεδιάδα του Ευρώτα, όπου και το προγονικό του κάστρο, έχοντας για στόχο να σκορπίσει τη φοβέρα στη φρουρά των βυζαντινών πολεμιστών, οι οποίοι επόπτευαν από το τρομερό κάστρο του Μυζηθρά τις κινήσεις των αντιπάλων.

Εν τέλει πάντως, εκείνο το στοιχείο το οποίο με έκανε να ιδώ στην αρχαία αυτή νεκρόπολη τη μεσαιωνική κατοικία των πριγκίπων Βιλλεαρδουίνων, είναι κατά το ήμισυ (το άλλο ήμισυ είναι η πληθώρα των φραγκικών στοιχείων στον τόπο και δη εις την οχυρή ακρόπολη) ένα απόσπασμα του Χρονικού του Μορέως, το οποίο μας λέγει ολοφάνερα πως πολύ πριν να οικοδομηθούν τα μεγάλα κάστρα των Φράγκων καταχτητών (Χλεμούτσι, Μυζηθράς κ.λπ.), ο Γοδεφρείδος Α’ Βιλλεαρδουίνος ανέμενε στην κατοικία του στη Λακεδαιμονία, τον άτυχο νόμιμο κληρονόμο του Μορέως, Ροβέρτο ντε Σαμπλίτ.

Σε εκείνο λοιπόν το φραγκικό καστέλο, το οποίο, όπως είπα ξανά, εκτιμώ ότι έχει βάσιμες πιθανότητες λόγω θέσεως και τεχνοτροπίας να είναι το Παλαιόκαστρο της Πελλάνας, πραγματοποιήθηκε η τελευταία πράξη μιας ιστορίας αλλόκοτης, κατά την οποία ο Ροβέρτος, συγγενής του πρώτου ηγεμόνος του Μορέως Γουλιέλμου ντε Σαμπλίτ (του «Καμπανέση»), αφού εταξίδεψε βρίσκοντας χίλια δυο εμπόδια στο διάβα του από τη μακρινή Φραγκία μέχρι τον Μορέα, ώστε να παραλάβει το σκήπτρο της ηγεμονίας που του άνηκε από τον βάιλο ως τα τότε Γοδεφρείδο Α’ Βιλλεαρδουίνο, δεν επρόλαβε να σιμώσει έγκαιρα εις τον στόχο του.

Τούτο συνέβη επειδή ο «δαιμόνιος» Γοδεφρείδος, αφού τον ταλαιπώρησε κι άλλο δίχως να του φανερώνεται, τον υποδέχθηκε τελικώς οκτώ ημέρες (σύμφωνα με το Βιβλίο των Άθλων) ύστερα από τη διορία που όριζαν οι νόμοι των Φράγκων, στην οχυρή κατοικία του στην κοιλάδα του Ευρώτα. Εκεί δε, του εξήγησε ότι ο νόμος έλεγε ότι ως βάιλος, μετά τόσο μεγάλο διάστημα, χωρίς τη φυσική παρουσία του νέου ηγεμόνα στο πριγκιπάτο, λαμβάνει το χρίσμα του ηγεμόνος ο ίδιος.

Ετούτη ήταν, λοιπόν, η σύντομη αφήγησή μου για την εμπειρία και τους συλλογισμούς εμού του μεσαιωνοδίφη και του καθηγητή Βυζαντινής Ιστορίας, Ιωάννη Θεοδωρακόπουλου, σχετικά με το Παλαιόκαστρο της Πελλάνας. Περσότερα, όποτε προκύψουν, θα τα δημοσιεύσομε.

Του Μιλτιάδη Τσαπόγα