Η μισή Ελλάδα ζει στο 4% της επικρατείας

Η μισή Ελλάδα ζει στο 4% της επικρατείας

Το τετραπλό πλήγμα από την υπερβολικά άνιση κατανομή του πληθυσμού και το στοίχημα της αποκέντρωσης

Η υπερσυγκέντρωση σε εξαιρετικά περιορισμένο χώρο της επικρατείας καθιστά ανυπόφορες τις συνθήκες διαβίωσης στην Αττική και απειλεί με ερημοποίηση την περιφέρεια. Ο μισός πληθυσμός της Ελλάδας κατοικεί μόλις στο 4,3% της επικρατείας. Το δε 50% του πληθυσμού αντιστοιχεί σε 5.241.300 άτομα.

Το πρόβλημα, όπως αναφέρει σχετικό ρεπορτάζ της “Καθημερινής”, εντείνουν η κλιματική κρίση και ο τρόπος με τον οποίο διαχρονικά (δεν) σχεδιάστηκε ο αστικός ιστός. Τη λύση προσφέρουν οι πρακτικές βιωσιμότητας στο λεκανοπέδιο και κυρίως η πληθυσμιακή αποκέντρωση μέσω της περιφερειακής ανάπτυξης, εγχείρημα εύκολο στη διατύπωση, δύσκολο στην εφαρμογή.

Σύμφωνα με τα στοιχεία που επεξεργάστηκε το Εργαστήριο Δημογραφικών και Κοινωνικών Αναλύσεων στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας, με βάση την απογραφή του 2021, αναφέρει το δημοσίευμα, το 50% του πληθυσμού της χώρας είναι συγκεντρωμένο στο 4,3% της επικρατείας και το 80% στο 25,2%. Αξίζει να σημειωθεί ότι πριν από 72 χρόνια, δηλαδή το 1951, τα ποσοστά της επικρατείας που φιλοξενούσαν αυτά τα μερίδια του πληθυσμού ήταν 13,4% και 55,5% αντίστοιχα.

Σε επίπεδο δημοτικών κοινοτήτων, με έτος αναφοράς το 2021, οι 277 από τις 6.138 –δηλαδή το 4,5% του συνόλου τους– συγκεντρώνουν περισσότερο από το 80% του πληθυσμού. Ενδεικτικό είναι το γεγονός ότι 23 δημοτικές κοινότητες παρουσιάζουν πυκνότητες άνω των 10.000 ατόμων ανά τ. χλμ. Μάλιστα, τέσσερις από αυτές υπερβαίνουν τα 20.000 άτομα ανά τ. χλμ.

Για να αντιληφθεί κανείς την αύξηση της ανισότητας στην κατανομή του πληθυσμού με την πάροδο των δεκαετιών, αρκεί να αναλογιστεί ότι το 1951 το 80% του πληθυσμού συγκεντρωνόταν σε 2.179 από τις 5.795 δημοτικές οντότητες –δηλαδή στο 37% του συνόλου τους– και μόλις 8 είχαν πυκνότητα άνω των 10.000 ατόμων ανά τ.χλμ.

Η προέλευση του προβλήματος καταδεικνύει και τη δυσκολία της επίλυσης. Στην έντονη αστικοποίηση, με τα χαρακτηριστικά της υπερσυγκέντρωσης του πληθυσμού σε ένα εξαιρετικά περιορισμένο τμήμα της επικρατείας, οδήγησε η διαχρονική επιλογή της εσωτερικής μετανάστευσης ως απόρροιας του μεταπολεμικού μοντέλου ανάπτυξης.

Με άλλα λόγια, η απουσία ενός εθνικού σχεδίου περιφερειακής ανάπτυξης.

«Επί 50 χρόνια είχαμε αθρόες ροές εσωτερικής μετανάστευσης οι οποίες εξυπηρετήθηκαν με αυθαίρετη δόμηση και καταπατήσεις. Στην πραγματικότητα, το μοντέλο που μας έφερε μέχρις εδώ βασιζόταν στη λογική της υπερεκπαίδευσης και της μετακίνησης. Για να το πούμε απλά, ο γιος του κτηνοτρόφου μετανάστευε στην πόλη για να γίνει καθηγητής πανεπιστημίου», τονίζει χαρακτηριστικά στην «Καθημερινή» ο καθηγητής Δημογραφίας στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας, Βύρων Κοτζαμάνης.

Την ίδια πορεία ακολούθησαν και οι αλλοδαποί μετανάστες, οι οποίοι έχουν επίσης εγκατασταθεί στα αστικά κέντρα, πλην όσων μετέβησαν στα νησιά για να δουλέψουν στον τουρισμό· ένα ελάχιστο ποσοστό έχει κατευθυνθεί στην επαρχία.

Η υπερσυγκέντρωση πληθυσμού στην Αττική συνδυάστηκε με διαχρονικές αποτυχίες της πολιτείας στο σχεδιασμό μιας βιώσιμης μεγαλούπολης –βλ. άναρχη δόμηση–, γεγονός που στα μάτια των ειδικών την καθιστά μοναδική περίπτωση.

«Σκεφτείτε ότι η Αθήνα έχει 23 Δήμους με περισσότερους από 10.000 κατοίκους ανά τ.χλμ. Μάλιστα, τέσσερις από αυτούς υπερβαίνουν τους 20.000 κατοίκους ανά τ.χλμ. Όμως, δεν είναι μόνο η πυκνοκατοίκηση. Είναι και ο τρόπος που κτίστηκαν αυτοί οι Δήμοι, σε αντίθεση με άλλα μεγάλα αστικά κέντρα στο εξωτερικό, τα οποία σχεδίασαν ελεύθερους χώρους, δεν έκλεισαν τα ποτάμια τους, φρόντισαν να έχουν πράσινο κι έφτιαξαν ανώτερες υποδομές και δίκτυα», παρατηρεί ο κ. Κοτζαμάνης.

Η υπερβολικά άνιση κατανομή του πληθυσμού στη χώρα βρίσκεται πίσω από ζητήματα που εμφανίζονται συστηματικά στο δημόσιο διάλογο, όπως το κυκλοφοριακό και το στεγαστικό. Επί της ουσίας, οδηγεί σε τουλάχιστον τέσσερις βασικές επιπλοκές, που θα απασχολήσουν ακόμη περισσότερο στο ορατό μέλλον: •Δυσχεραίνει τις συνθήκες διαβίωσης στο λεκανοπέδιο • Αφαιρεί δυναμική και προοπτικές από την επαρχία • Ναρκοθετεί τις μελλοντικές προβολές στο δημογραφικό • Υπερτονίζει τις συνέπειες της κλιματικής κρίσης.

Μέχρι πρότινος το μοντέλο που συγκέντρωσε τη μισή Ελλάδα στην Αττική πιθανώς δεν είχε συνταρακτικές συνέπειες σε όρους βιωσιμότητας. Ωστόσο, προστέθηκε πλέον και η παράμετρος της κλιματικής αλλαγής, την οποία οι κάτοικοι της πρωτεύουσας καλούνται να διαχειριστούν από εξαιρετικά μειονεκτική θέση λόγω των προβλημάτων που απορρέουν από τη δομή της.

Στο μεταξύ, ούτε η δημογραφική κρίση είναι σε θέση να αντιστρέψει τα πληθυσμιακά μεγέθη της Αττικής. Αντιθέτως, εντείνει τις τάσεις ερημοποίησης στην περιφέρεια.

Συγκεκριμένα, ο συνολικός πληθυσμός στην Ελλάδα προβλέπεται ότι θα μειωθεί από μερικές εκατοντάδες χιλιάδες έως περισσότερο από 1,5 εκατ. άτομα μέχρι το 2050 – από 5% έως 10%, ανάλογα με το μεταναστευτικό ισοζύγιο. Όμως, τα ποσοστά μείωσης θα είναι πολύ υψηλότερα σε ένα μεγάλο τμήμα της υπαίθρου στην ηπειρωτική Ελλάδα –Μακεδονία, Ήπειρος, Λακωνία– απ’ ό,τι στις μητροπολιτικές περιοχές της Αθήνας, της Θεσσαλονίκης και των άλλων μεγάλων αστικών κέντρων.

Σε δύο επίπεδα

Η απάντηση στο πρόβλημα είναι εξαιρετικά απαιτητική και θεωρητικά μπορεί να δρομολογηθεί σε δύο επίπεδα:

•Πρώτον, να εξαντληθούν τα περιθώρια παρεμβάσεων στην Αττική με στόχο να αντιστραφεί μέρος των σχεδιασμών που τη διαμόρφωσαν – βλ. κατεδαφίσεις αυθαιρέτων, αναδασώσεις, αναβάθμιση κτιριακών υποδομών και δημόσιων χώρων.

•Δεύτερον, να εκπονηθεί μια εθνική στρατηγική για την περιφερειακή ανάπτυξη, ώστε η επαρχία να προσελκύσει υψηλότερο ποσοστό του συνολικού πληθυσμού ανακουφίζοντας τα αστικά κέντρα. Η επέκταση του τουρισμού, οι τεχνολογικές και βιομηχανικές επενδύσεις, καθώς και η ψηφιοποίηση η οποία –μεταξύ άλλων– καθιστά εφικτή την τηλεργασία, είναι σύμμαχοι προς αυτή την κατεύθυνση.

Στο πλαίσιο αυτό, πολύτιμα θα είναι κάθε είδους κίνητρα για μετανάστευση από την Αττική στην επαρχία, με επενδύσεις σε υποδομές που θα ενθαρρύνουν αφενός την ίδρυση επιχειρήσεων και, αφετέρου, τη δημιουργία οικογενείας.

Εκ των ων ουκ άνευ θα πρέπει να θεωρείται η διασφάλιση των εργατικών χεριών, που θα συντηρήσουν και θα αναπτύξουν την αγροτική παραγωγή στην περιφέρεια.