Αντί προλόγου ξεκινώ με μια ευχή του ηθοποιού και σκηνοθέτη Γιάννη Δρίτσα, πριν μπούμε στην κυρίως κουβέντα μας: «Εύχομαι όλοι μας να αρχίσουμε να παρατηρούμε περισσότερο τον εαυτό μας, να ξεκινάμε από την αυτοκριτική μας πριν να κρίνουμε τον διπλανό μας.
Είναι πάρα πολύ εύκολο να κρίνουμε τους άλλους για τα ίδια σφάλματα που κάνουμε εμείς και να αμνηστεύουμε τον εαυτό μας. Ίσως έτσι είναι ο μόνος τρόπος για να πάει η ανθρωπότητα μπροστά».
-Γιάννη, κατ’ αρχάς χαίρομαι πολύ που τα ξαναλέμε έπειτα από χρόνια. Θα σε πάω λίγο πίσω… Γέννημα- θρέμμα Καλαματιανός… Τι θυμάται ο μικρός Γιάννης από την Καλαμάτα;
Θυμάμαι μια όμορφη και ήσυχη πόλη που δεν έχει καμία σχέση με αυτό που είναι σήμερα. Μια πόλη γεμάτη πράσινο και γεμάτη χωράφια. Εκτός από το κέντρο, τα σπίτια απείχαν μεταξύ τους. Επίσης, θυμάμαι τις μικρές γειτονιές, και ότι ενδιάμεσα είχε μεγάλες εστίες πρασίνου, χωράφια τότε. Αυτή τη στιγμή δεν έχει μείνει σχεδόν τίποτα.
-Ήταν καλύτερα τότε ή τώρα;
Δύσκολο να απαντήσει κανείς. Κάποιος που είχε αυτά τα χωράφια, ακολουθώντας την εξέλιξη εντός και εκτός εισαγωγικών και για την οικονομική του επιβίωση, πούλησε, έκτισε, έδωσε αντιπαροχή, κι έτσι απλά αυτή η πόλη που θυμάμαι είναι πλέον μια σύγχρονη πόλη, ενώ σε κάποια σημεία της θυμίζει μεγαλούπολη. Τα κτήρια φυτρώνουν σαν τα μανιτάρια, τσιμέντο στο τσιμέντο. Κι αν με ρωτούσες, «αν είχες τη δυνατότητα, τι θα έκανες να το αλλάξεις;», δεν ξέρω τι θα σου απαντούσα.

-Βρισκόμαστε στη φιλόξενη οικογενειακή σας ταβέρνα με το όνομα «Η Κρήνη». Θα μου πεις την ιστορία που κουβαλά;
Θα σου πω πως είναι η αρχαιότερη ταβέρνα της Καλαμάτας. Ο παππούς, όταν ήρθε πρόσφυγας από την αρχαία ελληνική πόλη Κρήνη στη Μικρά Ασία, έφερε και το όνομα Τσεσμέ, που σημαίνει κρήνη, πηγή δηλαδή. Ο παππούς άνοιξε το 1923 μπακαλοταβέρνα-παντοπωλείο εδώ. Θυμάμαι, όταν έκανα ένα μεταπτυχιακό στην Ιστορία, μια συμμαθήτριά μου που έκανε έρευνα για τα προσφυγικά βρήκε ένα άρθρο στην εφημερίδα «Θάρρος», του 1932 νομίζω, που έλεγε για ένα περιστατικό εδώ στο καφενείο του Δρίτσα. Είχαν έρθει Βενιζελικοί από την Αθήνα. Οι πρόσφυγες τότε ψήφιζαν κατά κύριο λόγο Βενιζέλο, και επειδή υπήρχε μια στροφή προς τον Βασιλιά εδώ στην περιοχή μας, μαζεύτηκαν για να τους υποδεχθούν κι έτσι έγινε ένας «τσαμπουκάς» με τους ντόπιους. Να φανταστείς πως η εφημερίδα έγραφε ότι «έφυγαν» τραπέζια και καρέκλες, έπεσε πολύ ξύλο δηλαδή. Όλα αυτά το 1932.
-Γιάννη, η πόλη άλλαξε… Σε έδιωξε ή έφυγες μόνος σου;
Δύσκολη ερώτηση. Την ταβέρνα, επειδή ήμουν ο πρωτότοκος, ήταν να την πάρω εγώ, αλλά δεν ήθελα με τίποτα, οπότε την ανέλαβε ο μικρός αδελφός μου. Εγώ πήρα δύο βαλίτσες και πήγα να βρω την τύχη μου στο πουθενά με βάρκα την ελπίδα, στην Αθήνα.
-Τι βρήκες και ποιες ήταν οι πρώτες κινήσεις σου στην Αθήνα;
Το πρώτο πράγμα που ξεκίνησα να κάνω στην Αθήνα ήταν μια ιδιωτική σχολή για κλασικό χορό, επειδή ήταν πιο κοντά στο αντικείμενο που μου άρεσε να κάνω, τη γυμναστική. Μου άρεσε και μου αρέσει να κινούμαι, να κάνω πράγματα με τα χέρια μου. Είμαι, δηλαδή, όπως λέω και στο χώρο του θεάτρου, παρόλο που έχω κάνει διάφορα πράγματα, χειρώνακτας. Δηλαδή, νιώθω καλά όταν μπορώ να πιάνω και να ελέγχω με τα χέρια μου. Στο θέατρο είμαι αυτός που λέει «φέρε μου να σου στήσω την παράσταση, φέρε μου μαθητές να σου διδάξω και φέρε μου έργο να στο στήσω». Αυτό είναι που μου αρέσει.
Το άλλο πράγμα που έκανα στην Αθήνα είναι ότι βρήκα μέσω μιας φίλης και σπούδασα Φυσιοθεραπεία. Παράλληλα, ξεκίνησα να εργάζομαι στην Καλών Τεχνών ως μοντέλο. Το ένα έφερε το άλλο και σε δύο χρόνια έδωσα στην Καλών Τεχνών και πέρασα. Το 1994 ήταν, θυμάμαι.
-Φαντάζομαι, κάπου εκεί ξεκινά μια νέα περιπέτεια στη ζωή σου. Η Δραματική Σχολή πώς πρόεκυψε;
Άκου, περνώ το ’94 στην Καλών Τεχνών και ταυτόχρονα «μου βγήκε» μια υποτροφία για τη Δραματική Σχολή. Έτσι πήγα στη Δραματική Σχολή για να μη χάσω την υποτροφία. Μετά έμπλεξα. Τελειώνοντας τη Δραματική ήρθαν το θέατρο, η τηλεόραση κ.λπ. Οπότε πήγαινα, έδινα κανένα μάθημα στην Καλών Τεχνών για να συμμετέχω και, τελικά, πήρα το πτυχίο το 2016, πρόσφατα δηλαδή, 22 χρόνια μετά. Και κάπως έτσι έκανα τα χαρτιά μου για εκπαιδευτικός, γιατί μου αρέσει πολύ η διδασκαλία. Δεν περίμενα να με πάρουν. Ξαφνικά το 2018, οπότε έπαιζα σε μια παράσταση που είχα σκηνοθετήσει (είχα ένα μικρό ρόλο για να μπορέσω να τη διαχειριστώ), με παίρνουν τηλέφωνο ότι διορίστηκα ως αναπληρωτής εικαστικός. Έτσι σιγά σιγά διορίστηκα το 2024, πέρσι δηλαδή, με την ιδιότητα της Θεατρικής Αγωγής πλέον, εδώ στην Καλαμάτα.

-Γιάννη, ηθοποιός σημαίνει φως ή κάτι άλλο;
Αν ο ηθοποιός ως άνθρωπος είναι φως, τότε ναι, είναι φως. Εάν ο ηθοποιός ως άνθρωπος δεν είναι φωτεινός, τότε ηθοποιός σημαίνει βαθύ σκοτάδι. Ό,τι είναι ο καθένας ως άνθρωπος, αυτό θα βγάλει και μέσα από την τέχνη του.
-Άρα, να φανταστώ ότι όλοι έχουμε μέσα μας λίγο φως;
Μέσα μας έχουμε και το φως και το σκοτάδι, και τον παράδεισο και την κόλαση, εμείς επιλέγουμε πού θα βαδίσουμε, στο φως ή στο σκοτάδι. Αυτό πιστεύω.
-Θεωρείς ότι κάποια επαγγέλματα πέραν της γνώσης, χρειάζονται και ταλέντο;
Ένας δάσκαλος μου είχε πει κάποτε: «Όταν ο θεός σού δίνει ένα ταλέντο, σου δίνει και ένα μαστίγιο». Το ταλέντο είναι μια σύνθετη έννοια. Έχουμε συνηθίσει να λέμε έτσι τις δεξιότητες που κουβαλά ο καθένας. Αν το αφήσεις, σε αφήνει και κάποιος άλλος που φαίνεται ότι δεν έχει ταλέντο, αλλά ξαφνικά ερωτεύεται, αγαπά, παθιάζεται για να κάνει κάτι και ξεκινά από το μηδέν, θα αφήσει πίσω όλα τα «ταλέντα». Θα τον κοιτούν με τα κιάλια. Το ταλέντο, λοιπόν, είναι η δεξιότητα που έχουμε. Αν δεν την ασκήσεις και δεν εργαστείς σκληρά για να εξελιχθείς, τότε το χάνεις.

-Να έρθουμε στο σήμερα. Ξεκίνησες συνεργασία με το ΜΕΘ, με πρώτη επιλογή αφιέρωμα στον Μολιέρο, κωμωδία. Θεωρείς ότι μας λείπουν το γέλιο και η χαρά;
Κατ’ αρχάς, να πούμε ότι το ΜΕΘ είναι από τα αρχαιότερα ερασιτεχνικά σχήματα στην Ελλάδα και είναι τιμή μου να συνεργάζομαι μαζί του. Με δύο έργα, λοιπόν, θα ξεκινήσει η συνεργασία μας: «Ο Αρχοντοχωριάτης» για το παιδικό μας (και όχι μόνο) κοινό, και «Ο Μισάνθρωπος» για τη μεγάλη σκηνή. Δύο έργα που, με χιούμορ και ευαισθησία, ανοίγουν παράθυρα στη σκέψη και την ψυχή.
Όσο για την επιλογή της κωμωδίας γενικώς, είναι ένα θέμα πολύ μεγάλο πια για τον κόσμο. Δε σου κρύβω ότι χρόνια τώρα, με όλο αυτό το άσχημο ταξίδι που ξεκίνησε μετά την είσοδο της χώρας μας στα μνημόνια, την οικονομική ύφεση και τα τεράστια κοινωνικά προβλήματα που δημιουργήθηκαν, ο κόσμος έπαψε να γελά. Άκου και μια δική μου περίπτωση για να καταλάβεις: πριν από χρόνια ανέβαζα μια παράσταση και πήρα συναδέλφους και φίλους τηλέφωνο να έρθουν να τη δουν, κι αυτοί με ρωτούσαν: «Γιάννη, είναι κωμωδία; Aν δεν είναι κωμωδία, δε θέλω να έρθω». Εγώ έμεινα άγαλμα. Αναρωτιόμουν τι μου λένε τώρα, «είναι δυνατόν;».
Έπειτα από κάποιον καιρό, συνέβη και σε μένα. Με παίρνουν τηλέφωνο συνάδελφοι για να πάω να δω μια παράστασή τους και συλλαμβάνω τον εαυτό μου να ρωτά ακριβώς αυτό: είναι κωμωδία; Δεν ήθελα να πάω να δω κάτι βαρύ και δραματικό.

-Άρα, ο βασικός λόγος των επιλογών σου είναι το χαμόγελο, το γέλιο και η χαρά πλέον;
Πάντα αναρωτιόμουν, «γιατί κάνεις θέατρο, γιατί κάνεις τέχνη». Συζητούσα μια φορά με μια φίλη που είναι λογοτέχνις και μου είπε μια λέξη που συγκράτησα. Μου αρέσει η τέχνη να είναι «δοξαστική», μου αρέσει η τέχνη που δίνει φως. Το να αναπαράγεις τη μιζέρια, το γκρίζο και το μαύρο των καθημερινών προβλημάτων, έχοντας να τα βάλεις και με ένα κράτος ανάλγητο που δεν ενδιαφέρεται καθόλου για σένα, δεν έχει νόημα.
Και να σου πω κι αυτό: από τη στιγμή που η πολιτική έγινε επάγγελμα, τελείωσε ο σκοπός της, χάθηκε. Η πολιτική δεν είναι επάγγελμα, είναι λειτούργημα. Μπαίνοντας στην πολιτική θα πρέπει να αφήνεις το προσωπικό όφελος στην άκρη και να εργαστείς για το κοινό καλό.
-Σε γνώρισα ως υποψήφιο δημοτικό σύμβουλο. Σκέπτεσαι και για κάτι παραπάνω;
Λοιπόν, είμαι από αυτούς που είχαν πέσει στο λάθος να απέχουν από την πολιτική. Πολλές φορές δεν ψήφισα. Άλλαξε αυτό όμως. Ναι, θα ασχοληθώ ενεργά με την πολιτική, το σκέπτομαι πολύ σοβαρά. «Θα κατέβω» με ένα κόμμα το οποίο αυτή τη στιγμή για μένα είναι το μόνο που κάνει σοβαρή αντιπολίτευση. Όταν έρθει η ώρα, ελπίζω να τα ξαναπούμε.
Και κάπως έτσι ολοκληρώθηκε η κουβέντα μας με τον Γιάννη Δρίτσα μέχρι να τον δούμε και υποψήφιο βουλευτή. Μέχρι να γίνει αυτό θα είναι εκεί, στο στέκι του ΜΕΘ (Πάρκο Σιδηροδρόμων), να διδάσκει και να διδάσκεται.

ΕΤΣΙ ΓΙΑ ΓΝΩΡΙΜΙΑ ΜΕ ΤΟΝ ΓΙΑΝΝΗ (ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ)
Γεννήθηκε στις 10 Σεπτεμβρίου του 1968 στην Καλαμάτα, όπου και μεγάλωσε.
Το 1990 εγκαταστάθηκε στην Αθήνα ξεκινώντας σπουδές πάνω στο αντικείμενο της Φυσικοθεραπείας.
Παράλληλα ασχολήθηκε με το χορό, ενώ το 1994 πέρασε στη Σχολή Καλών Τεχνών Θεσσαλονίκης. Τελικά, αποφάσισε να σπουδάσει υποκριτική και να γίνει ηθοποιός.
Εμφανίστηκε για πρώτη φορά στο θέατρο στο έργο “Suburbia” του Μπογκόζιαν, στο θέατρο Φούρνος, με σκηνοθέτιδα την Ελένη Σκότη, τη σεζόν 1998-1999. Έκανε το τηλεοπτικό του ντεμπούτο τη σεζόν 1999-2000 κερδίζοντας τον πρωταγωνιστικό ρόλο στη νέα τότε καθημερινή σειρά του Mega Channel, «Για μια θέση στον ήλιο». Εκεί υποδύθηκε τον Αλέξανδρο Κασιμάτη, γόνο μίας πλούσιας οικογένειας που ερωτεύεται μία κοπέλα λαϊκής καταγωγής.
Τη σεζόν 2003-2004 επέστρεψε τηλεοπτικά παίζοντας στην κωμική σειρά «Αμαρτίες γονέων» μαζί με τη Χρυσούλα Διαβάτη και τον Κώστα Βουτσά, ενώ την ίδια περίοδο εμφανίστηκε στις σειρές «Η Νταντά» και «Επτά Θανάσιμες Πεθερές».
Ακολούθησε ο ρόλος του Λάμπη στο πρώτο κύκλο της σειράς «Βέρα στο δεξί», ενώ από το 2005 μέχρι το 2007 υποδύθηκε τον Σπύρο στην κωμική σειρά του ANT1 «Θα βρεις το δάσκαλό σου».
Τη σεζόν 2007-2008 πρωταγωνίστησε στην καθημερινή σειρά του ANT1 «Έρωτας», ενώ έκανε guest εμφανίσεις στη σειρά «Φίλα το βάτραχό σου».
Τη σεζόν 2008-2009 εμφανίστηκε στη σειρά «Λόλα», ενώ υπήρξε συμπαρουσιαστής της Βίκυς Καγιά στην εκπομπή «Πρωινός καφές».
Από το 2011 μέχρι το 2013 υποδύθηκε τον καθηγητή Γρηγόρη Γιατράκο στην καθημερινή σειρά του Mega Channel «Κλεμμένα Όνειρα».
Τα τελευταία χρόνια ασχολείται με το θέατρο, τη σκηνοθεσία και τη διδασκαλία στην Καλαμάτα.
Του Κώστα Δεληγιάννη