Αλέξανδρος Παπαθανασίου: Τα «Λευκά Όρη» είναι ο λαός που αντιστέκεται ενάντια στον καταπιεστή του

Αλέξανδρος Παπαθανασίου: Τα «Λευκά Όρη» είναι  ο λαός που αντιστέκεται ενάντια στον καταπιεστή του

Ο Αλέξανδρος Παπαθανασίου είναι ο σκηνοθέτης πίσω από το μεγάλου μήκους ντοκιμαντέρ “White Mountains/Λευκά Όρη (2024)”, που δημιουργήθηκε σε διάστημα 10 ετών και παρουσιάζει τη ζωή του αείμνηστου Κρητικού αντάρτη, πολιτικού κρατουμένου και συγγραφέα Λευτέρη Ηλιάκη, ενώ αποτελεί ένα ζωντανό πορτρέτο του ταραγμένου Εμφυλίου και της διαρκούς του επιρροής στην Ελλάδα.

Η ταινία θα προβληθεί την Κυριακή 23 Νοεμβρίου (3.00 μ.μ.) στο πλαίσιο του 11ου Διεθνούς Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Πελοποννήσου και μέσα από την παρακάτω συνέντευξη ο σκηνοθέτης μοιράζεται με το κοινό πολλά από τα «κλειδιά» της δημιουργίας της…

-Τι σας ώθησε να επιλέξετε τον Λευτέρη Ηλιάκη ως κεντρικό πρόσωπο για το ντοκιμαντέρ σας;
Η γνωριμία μου με τον Λευτέρη υπήρξε μάλλον συγκυριακή. Ένας από τους απογόνους των ανταρτών του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας υπήρξε γνωστός μου, ο Γιάννης Μποράκης. Ο Γιάννης, λοιπόν, μου εκμυστηρεύτηκε τον καημό του που ο πατέρας του, Μιχάλης Μποράκης, μαχητής του Εμφυλίου στο ΔΣΕ  και πολιτικός κρατούμενος με εξορίες, δεν κατέγραψε τις μαρτυρίες του. Τότε αναρωτήθηκα εάν υπάρχει κάποιος άλλος ζωντανός, και ο Γιάννης με έφερε σε επαφή με τον συναγωνιστή του πατέρα του, Λευτέρη Ηλιάκη. Αφού διάβασα την αυτοβιογραφία του Λευτέρη, το φθινόπωρο του 2013 κατευθύνθηκα στην Κρήτη για να τον γνωρίσω με ιδιαίτερη περιέργεια.

-Πώς ήταν η εμπειρία σας να συναντήσετε και να καταγράψετε την ιστορία ενός ανθρώπου που πέρασε σχεδόν δύο δεκαετίες στη φυλακή για τις πολιτικές του πεποιθήσεις;
Υπήρξε μια σπάνια εμπειρία για εμένα. Αποφάσισα να γνωρίσω τον άνθρωπο αρκετά καλά προτού ξεκινήσω οποιαδήποτε γυρίσματα μαζί του. Έμεινα στο σπίτι του Λευτέρη και ανέπτυξα οικειότητα μαζί του. Αυτή η επικοινωνία περνάει και στην ιστορία της ταινίας. Αποτελεί ένα επιπλέον αφηγηματικό επίπεδο, το οποίο είναι και συνάμα το προσωπικό του σκηνοθέτη. Πιστεύω ότι, είτε στο ντοκιμαντέρ είτε στη μυθοπλασία, ο δημιουργός ή οι δημιουργοί οφείλουν να παίρνουν κάποια θέση. Τα ντοκιμαντέρ που είναι ουδέτερα είναι και τα πιο ύποπτα κατά τη γνώμη μου.

-Ποιες προκλήσεις αντιμετωπίσατε κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων στην Κρήτη;
Σίγουρα η ηλικία του Λευτέρη υπήρξε σημαντική πρόκληση, μιας και τόσο σωματικά όσο και διανοητικά ήταν ήδη καταβεβλημένος. Επειδή, όμως, ήταν ενθουσιασμένος με την ιδέα της υλοποίησης του ντοκιμαντέρ, εξέφρασε ζήλο να πραγματοποιήσει τα γυρίσματα.

Το οικονομικό σκέλος είναι καθοριστικό για την υλοποίηση της παραγωγής μιας ταινίας. Ως κάτοικος εξωτερικού χρειάστηκα να ταξιδέψω πάνω από μία φορά στην Κρήτη. Στο δεύτερό μου ταξίδι είχα περισσότερα χρήματα από το πρώτο, κι αυτό με υποστήριξη χρηματοδότησης ιδιωτών. Πράγμα που μου επέτρεψε να καλυτερέψω την ποιότητα των γυρισμάτων. Η δε ολοκλήρωση της παραγωγής συνολικά πήρε γύρω στα δέκα χρόνια.

Κατά τη γνώμη μου, το ιστορικό θέμα της ζωής του Ηλιάκη παραμένει πολιτικά ευαίσθητο ώστε να τεθεί στο επίκεντρο ενός φιλμ. Προαπαιτούσε, λοιπόν, τόσο προσωπικές γνώσεις, μελέτη, όσο και ψυχική ζύμωση και αισθητική διαύγεια για την απόδοση της ιστορίας.

-Με ποιον τρόπο πιστεύετε ότι η ιστορία του Λευτέρη Ηλιάκη συνδέεται με τη σημερινή πολιτική και κοινωνική πραγματικότητα;
Πιστεύω ότι ζούμε σε μια εποχή που μας υπενθυμίζεται συνεχώς ο διαχωρισμός ανάμεσα σε προνομιούχους και μη προνομιούχους. Η άρχουσα τάξη στην έσχατη πολιτική και ιδεολογική της έκφραση, το φασισμό δηλαδή, απομονώνει τμήματα της κοινωνίας για να επιτελέσει συγκεκριμένα οικονομικά-πολιτικά-στρατηγικά συμφέροντα. Κατά συνέπεια, εμφανίζεται ο «Άλλος» ως κοινωνικό φαινόμενο. Αυτό το συναντάμε, π.χ., με το Ολοκαύτωμα προς τους Εβραίους και τους κομμουνιστές στην Κεντρική Ευρώπη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Το συναντούμε όμως και σήμερα, π.χ. με τη γενοκτονία του λαού της Παλαιστίνης από την άρχουσα τάξη του Ισραήλ. Η νόρμα γίνεται νόμος και το συναντούμε με την άρση κεκτημένων, την κατάργηση πολιτικών και κοινωνικών δικαιωμάτων, και αυτά στην πολιτισμένη Δύση του σήμερα.

Συνειδητά επέλεξα ο τίτλος της ταινίας να είναι απλώς «Λευκά Όρη». Το ντοκιμαντέρ θα μπορούσε να λέγεται «Τα μνημονεύματα του Λευτέρη Ηλιάκη».  Τα Λευκά Όρη μπορεί να είναι οποιοδήποτε γεωγραφικό σημείο του πλανήτη που κορυφώνεται η κοινωνική και ταξική αναμέτρηση. Όπου οι κατατρεγμένοι (μη προνομιούχοι, γυναίκες, μετανάστες και γενικά οι «άλλοι») αγωνίζονται για έναν καλύτερο, δίκαιο και βιώσιμο κόσμο. Σε αυτό το πλαίσιο τα Λευκά Όρη είναι ο λαός που πολεμά και αντιστέκεται ενάντια στον καταπιεστή του. Η αντιπαραβολή με το σήμερα, εκτιμώ, υπάρχει στην ταινία, γιατί η αναγκαιότητα της αντίστασης, ως έκφραση συλλογικής και οργανωμένης πάλης, είναι επίκαιρη, ίσως, όσο ποτέ.

-Το ντοκιμαντέρ αγγίζει υπερβατικά ή μυστηριώδη γεγονότα. Πώς αποφασίσατε να τα εντάξετε στην αφήγηση;
Ο Ελληνικός Εμφύλιος Πόλεμος (1946-1949) βρίσκεται στην κρύπτη της Ιστορίας για πολλές δεκαετίες. Επίσης, γνωρίζουμε πλέον σήμερα ότι δεν υπήρχε θέση στην κοινωνία για αυτούς τους πολεμιστές να γυρίσουν πίσω στο δημόσιο βίο. Η Πολιτεία τούς είχε επικηρύξει άμεσα ή έμμεσα. Είχε φροντίσει την καθολική εξαφάνιση και εξόντωσή τους, είτε με τρομοκρατία, είτε με στρατιωτικά αναμορφωτήρια, εφάμιλλα των ναζιστικών στρατοπέδων συγκέντρωσης, είτε με πολιτικές φυλακές. Οι ήρωες της Αντίστασης γίνονται ο «Άλλος». Οπότε οι περισσότεροι αντάρτες προτιμούν να σκοτωθούν παρά να παραδοθούν. Πολεμούν μέχρι τέλους, ενώ γνωρίζουμε πλέον ότι προκαλείται δέος και φόβος, ειδικά από τις γυναίκες αντάρτισσες, προς τον αντίπαλο. Παρότι για πολλές δεκαετίες τόσο ο Ελληνικός Στρατός όσο και η ίδια Πολιτεία αρνούνται να αναγνωρίσουν ισοτιμία στον αντίπαλο. Αποκαλώντας τον υποτιμητικά «συμμοριτοπόλεμο», ο Εμφύλιος – όπως ο λόγιος Γιώργος Μαργαρίτης τεκμηριώνει- είναι από απόσταση ο μεγαλύτερος πόλεμος που έχει υπάρξει στη χώρα μας.

Σε αυτό το πλαίσιο το κεντρικό πρόσωπο της ταινίας, ο Λευτέρης Ηλιάκης, ένας άνθρωπος που δεν υπάρχει πλέον, ανασύρεται από την κρύπτη της Ιστορίας και μαζί με εκείνον έρχονται κι όλες εκείνες οι υπερβατικές ιστορίες ανθρώπων που ξεχάστηκαν και παραμερίστηκαν. Επειδή όμως η λήθη ισοδυναμεί με θάνατο, επιθύμησα, παρά τις αντιξοότητες της παραγωγής, να φέρω αυτή την ιστορία στο φως και στην κλίμακα που της αξίζει, χρησιμοποιώντας την αισθητική του ντοκιμαντέρ και τη δύναμη του κινηματογράφου ως εργαλείο επικοινωνίας και αισθητικής.

-Ποιες ήταν οι πιο συγκλονιστικές στιγμές για εσάς κατά τη διάρκεια της έρευνας και των γυρισμάτων;
Η μελέτη γύρω από τις πολιτικές φυλακές Καλαμίου, στις οποίες αναφέρονται οι Λευτέρης Ηλιάκης και Γιώργος Μαραΐτης. Το γεγονός ότι αυτές οι ιστορικές φυλακές, όπως και οι υπόλοιπες φυλακές ανά την Ελλάδα, είναι πλέον ερείπια, έτοιμα να ισοπεδωθούν, αντί να είναι μουσειακοί χώροι που να επισκέπτονται τα σχολεία, τα εκπαιδευτικά ιδρύματα και οι ερευνητές, είναι επιζήμιο για μια κοινωνία που έχει περάσει από αυτό το κατώφλι. Ένας λαός που δε γνωρίζει την Ιστορία του χάνεται. Αδυνατώ, λοιπόν, να πιστέψω ότι συμβαίνει τυχαία και δεν αναγνωρίζεται η πολιτισμική ζημιά που διαπράττεται. Όμως, είναι ανάγκη, δικαίωμα και, τελικά, χρέος μιας κοινωνίας να γνωρίσει, να διαφυλάξει και να διατηρήσει την ηρωική και αγωνιστική της Ιστορία, ώστε να γίνει πνευματική τροφή για τις επόμενες γενιές.

-Τι θέλετε να κρατήσει ο θεατής από την ιστορία του Λευτέρη Ηλιάκη και των φαντασμάτων του Εμφυλίου;
Τα φαντάσματα του Εμφυλίου μάς υπενθυμίζουν πως τίποτα δεν πάει χαμένο. Δανειζόμενοι υλικά από το αγωνιστικό παρελθόν του τόπου μας, μπορεί ένας καλύτερος κόσμος να χτιστεί, σε αντιδιαστολή με το κοινωνικό αδιέξοδο στο οποίο βρίσκεται ολόκληρος ο πλανήτης πλέον. Η ιστορία του Λευτέρη συνέβη πριν από 80 χρόνια περίπου, όμως η ανάγκη μας να ζήσουμε σε έναν κόσμο υγιή και ισορροπημένο παραμένει επίκαιρη και κρίσιμη, όχι μόνο για τις ανθρώπινες κοινωνίες, αλλά για την επιβίωση ολόκληρου του πλανήτη συνολικά.

-Πώς η προσωπική σας εμπειρία ως κινηματογραφιστής επηρέασε τον τρόπο που αφηγηθήκατε αυτή την ιστορία;
Η σχέση μου με τον Λευτέρη Ηλιάκη επηρέασε καθοριστικά τον τρόπο που γύρισα την ταινία. Συγκεκριμένα, το υλικό ήταν καταγεγραμμένο με τέτοιο ύφος που ο ρόλος του αφηγητή, ως ντοκιμαντέρ χαρακτήρα, είναι ο συνδετικός κρίκος της ιστορίας που εκτυλίσσεται. Χτίζεται, δηλαδή, μια σχέση τόσο προσωπική με το κεντρικό πρόσωπο όσο και με το θεατή που το παρακολουθεί. Συνεπώς, η προσωπική εμπειρία του κινηματογραφιστή αποτελεί μέρος της ιστορίας.

Αυτό επιτεύχθηκε μόνο και κατόπιν της συνεργασίας μου με τον συνάδελφο και μοντέρ της ταινίας, Γιώργο Διδυμιώτη. Ο Γιώργος, διαβάζοντας το αρχικό σενάριο, επισήμανε την απουσία μου ως χαρακτήρα στην ταινία και πρότεινε κατηγορηματικά να ξαναγράψω το σενάριο, εντάσσοντας πλέον και τον εαυτό μου σε αυτό, όπως και έγινε.

Επιτρέψτε μου να υπογραμμίσω την καθοριστική συμβολή όλων των συνεργατών, τόσο στο δημιουργικό όσο και στο τεχνικό κομμάτι, που με αυταπάρνηση έφεραν εις πέρας την εργασία τους, διότι χωρίς αυτούς δε θα υπήρχε το συγκεκριμένο αποτέλεσμα. Ο κινηματογράφος, και συγκεκριμένα το ντοκιμαντέρ, είναι ομαδική εργασία και όχι απαραίτητα υπόθεση του ενός.

-Ποιες αντιδράσεις περιμένετε ή ελπίζετε να προκαλέσει το ντοκιμαντέρ στο κοινό;
Η ταινία επιθυμεί να ξεκινήσει ένα διάλογο με το κοινό για το δικό μας παρόν και πώς αυτό μπορεί να διαμορφώσει το δικό μας αύριο, το οποίο δεν είναι προδιαγραμμένο. Δεν πιστεύω στη μοίρα άλλωστε. Κατανοώντας το παρελθόν μπορεί να επαναπροσδιορίσουμε τη θέση μας στο σήμερα και, κατά συνέπεια, στο μέλλον. Πέραν οποιασδήποτε πολιτικής προτίμησης ή όχι του καθενός μας, η ταινία στοχεύει στο να βιώσει ο θεατής μια εμπειρία βλέποντάς τη. Αυτό μπορεί να πυροδοτήσει ενδεχομένως μια εποικοδομητική συζήτηση ή έναν προσωπικό στοχασμό. Αυτός θεωρώ ότι είναι και ο πρωτεύων ρόλος της Τέχνης άλλωστε.

-Υπάρχουν στοιχεία από τη ζωή άλλων επαναστατικών μορφών ή του Εμφυλίου που θέλατε να συμπεριλάβετε αλλά δεν ήταν δυνατόν;
Ναι, φυσικά και θα το ήθελα. Στο πλαίσιο της κοινωνίας της Κρήτης, συγκεκριμένα, θα ήθελα να είχα προλάβει εν ζωή τη μαχήτρια και καπετάνισσα Γεωργία Σκευάκη ή όποια άλλη αντάρτισσα του ΔΣΕ Κρήτης. Επίσης, θα ήθελα να είχα γνωρίσει τον αρχηγό των ΜΑΥ (Μονάδες Ασφάλειας Υπαίθρου) που ζήτησε τον αντάρτη γιο του από το αρχηγείο του ΔΣΕ πίσω.

Βιογραφικό σκηνοθέτη
Ο Αλέξανδρος Παπαθανασίου είναι Έλληνας σκηνοθέτης πίσω από το μεγάλου μήκους ντοκιμαντέρ “White Mountains”, που δημιουργήθηκε σε διάστημα 10 ετών και παρουσιάζει τη ζωή του αείμνηστου Κρητικού αντάρτη, πολιτικού κρατουμένου και συγγραφέα Λευτέρη Hλιάκη.

Ο Παπαθανασίου γεννήθηκε στην Αθήνα το 1980 και σπούδασε ραδιοτηλεόραση και ντοκιμαντέρ στο Ηνωμένο Βασίλειο. Εργάζεται ως διευθυντής φωτογραφίας και χειριστής κάμερας στο Imperial College του Λονδίνου. Προηγούμενες ταινίες του περιλαμβάνουν το μικρού μήκους ντοκιμαντέρ “Perspectives”, ένα πορτρέτο του Κώστα Καζάκου (που τιμήθηκε με ειδικό βραβείο στο London Greek Film Festival), και το “An Uncertain Future”, που αναφέρεται στη δύσκολη κατάσταση των Σύρων προσφύγων στην Ελλάδα.