Γυναίκες- καθαρίστριες: γυναίκες υπέροχες


«Έξω από το υπουργείο οι απολυμένες καθαρίστριες αγωνίζονται σώμα με σώμα» (Ο Τύπος)

Σηκώνονται στις έξι το πρωί. Να προλάβουν να πιούν έναν καφέ στο πόδι, να ετοιμάσουν κάτι για τα μικρά παιδιά τους, που θα μείνουν μόνα. Και τους λένε πριν φύγουν για το μεροκάματο ένα γεια στον αέρα, ένα γλυκό φιλί, ένα χάδι στη μικρή κόρη ή στο μικρό γιο.
Με την ψυχή στο στόμα, τρέχουν. Στις εφτά το πρωί ακριβώς οι γυναίκες-καθαρίστριες πρέπει να είναι στο πόστο τους, στην κανονική τους θέση με τους κουβάδες στα χέρια, τις σφουγγαρίστρες, να τις δει ο επιστάτης, ο διευθυντής, ο υπεύθυνος. Να είναι σίγουρες, να βεβαιωθούν δέκα φορές πως δεν κινδυνεύουν να απολυθούν, πως δεν κινδυνεύουν να χάσουν τη δουλειά τους και να μείνουν στο δρόμο. Σαν να θέλουν να πουν: «Κοιτάξτε μας, είμαστε εδώ, είμαστε στις διαταγές σας, δε λείπουμε».
Και ξέρεις ότι είναι ο φόβος που μιλάει μέσα τους. Ο φόβος και η ανασφάλεια για το αύριο.
Με το κεφάλι σκυμμένο, υπάκουες, εκτεθειμένες πάντα στις προστακτικές, στις διαταγές και κάποτε στις προσβολές των ανωτέρων, κρύβουν βαθιά μέσα τους τον πόνο και την πίκρα από την περιφρόνηση. Το ξέρουν, άλλωστε, καλά: έρχονται δεύτερες ή τρίτες σ’ αυτήν την άδικη κοινωνία. Το νιώθουν.
Τα γραφεία των διευθυντών λάμπουν! Από μόνα τους; Οι αίθουσες, οι απέραντοι διάδρομοι πεντακάθαροι. Από μόνοι τους; Τα μάρμαρα στις σκάλες αστράφτουν. Από μόνα τους; Πόσα χέρια δούλεψαν; Πόσα γόνατα λύγισαν; Πόσες βαθιές ανάσες κόστισαν όλα αυτά;
Κι όμως! Οι γυναίκες –καθαρίστριες δε βρίσκονται και πολύ ψηλά στην υπόληψη κάποιων και στέκονται πάντα πολλά βήματα πίσω τους. Είναι οι γυναίκες ενός κατώτερου Θεού. Μπορεί, λοιπόν, πιο εύκολα κανείς να τις απολύσει.
Είναι φανερό ότι τα κοινωνικά στερεότυπα, οι βάρβαρες προκαταλήψεις που έχουν κατακαθίσει μέσα μας χρόνια και χρόνια, μας έχουν κάνει τυφλούς μπροστά στην αδικία και την άνιση μεταχείριση των συνανθρώπων μας. Μας εμποδίζουν να δούμε καθαρά το δράμα και την αγωνία τους.
Έξω από τα υπουργεία οι γυναίκες –καθαρίστριες, οι απολυμένες, οι υπέροχες αυτές γυναίκες, με φωνές, δάκρυα και ακλόνητη πίστη διεκδικούν μια θέση στον ήλιο. Διεκδικούν αυτό που τους αφαίρεσαν: το λίγο ψωμί για να ζήσουν αυτές και τα παιδιά τους.
Αποφασισμένες, ανυποχώρητες, οι γυναίκες μανάδες, οι γυναίκες αδελφές, οι γυναίκες κόρες τα βάζουν με όλους. Βλέπεις με κομμένη την ανάσα σαν ταινία κινηματογράφου το αληθινό πρόσωπο της απελπισίας.
Και δεν είναι μόνο η συγκίνηση ή ένα αυθόρμητο αίσθημα συμπαράστασης που μπορεί να νιώσει κανείς στη θέα αυτής της απελπισίας. Είναι περισσότερο ένα αβάσταχτο αίσθημα εγκατάλειψης και αβεβαιότητας που σιγά σιγά αρχίζει να ριζώνει μέσα μας.
Σταύρος Τσαγκαράκης
Φιλόλογος-συγγραφέας