Τα βιβλία σώζουν ζωές


«Δε χρειάζεται να κάψεις τα βιβλία για να καταστρέψεις έναν πολιτισμό. Αρκεί να κάνεις τους ανθρώπους να σταματήσουν να τα διαβάζουν»
Ray Βradbury
(ΗΠΑ 1920)

 
Τα βιβλία όρθια στις βιβλιοθήκες του κόσμου, μοιάζει να μας κοιτάζουν με οίκτο και συμπόνια, καθώς τα προσπερνάμε αδιάφοροι και βιαστικοί. Και ούτε ένα βλέμμα να τους ρίξουμε ούτε μια κίνηση ν’ αγγίξουμε κάπως το σώμα τους, να ξεφυλλίσουμε τις σοφές σελίδες τους.
«Καλά πώς ζουν χωρίς εμάς οι άνθρωποι», ίσως να λένε μεταξύ τους τα βιβλία. «Πώς βγάζουν πέρα τη μονότονη και φορτική ζωή τους, χωρίς τους θησαυρούς μας, τα παραμύθια και τα ποιήματά μας, τα εξωτικά μυθιστορήματα, τις ιστορίες της αγάπης. Πώς ζουν χωρίς αυτά οι άνθρωποι;».
«Τα βιβλία», έγραφε το 1435 ο βιβλιόφιλος Ρίτσαρντ Ντε Μπιούρι, «μας τέρπουν, όταν μας χαμογελάει η τύχη και μας παρηγορούν στις θύελλες της ζωής. Τα γράμματα και τα βιβλία είναι η ζωή για τους ανθρώπους».
Και ο συγγραφέας Έρμαν Έσσε σε ένα από τα εξαιρετικά βιβλία του σημειώνει: «Το βιβλίο είναι μια σπίθα δύναμης, μια αναπνοή καθαρού αέρα και σε βοηθάει να γνωρίσεις καλύτερα τον εαυτό σου, να δώσεις ένα νόημα στη ζωή σου». Και ο Κωστής Παλαμάς μ’ ένα του στίχο διακήρυξε: «και τα βιβλία να είναι κρίνα».
Ωστόσο, στις μέρες μας, παρά τους υπέροχους αυτούς ύμνους για την ανεκτίμητη αξία των βιβλίων, φαίνεται ότι ολοένα και περισσότεροι από εμάς εγκαταλείπουμε την ιδέα να αφιερώσουμε λίγο χρόνο στην ανάγνωση κάποιου βιβλίου. «Είναι φανερό», λένε οι ειδικοί, «πως τα βιβλία δε συγκινούν πια τους νεοέλληνες. Και μάλλον έχουν δίκιο. Γιατί σύμφωνα με τις στατιστικές που κατά καιρούς βλέπουν το φως της δημοσιότητας, μόνο δύο με τρεις στους δέκα Έλληνες διαβάζουν βιβλία συστηματικά, βιβλία στον ελεύθερο χρόνο τους. Οι περισσότεροι μάλλον προτιμούν να «το ρίξουν έξω», συχνάζοντας στις καφετέριες, σε κέντρα διασκέδασης, ή σε ταβέρνες με τους λαχταριστούς μεζέδες και το κόκκινο κρασί. Όμως, για τα βιβλία βέβαια, ούτε λόγος.
Ίσως να φταίει και η ίδια η ζωή υποστηρίζουν κάποιοι, το άγχος, η κούραση, η μέριμνα των καθημερινών πραγμάτων. Ή ίσως πάλι να είναι τόσο λίγος, τόσο μετρημένος και τόσο πολύτιμος ο ελεύθερος χρόνος τους που μοιάζει εξαιρετικά δύσκολο να τον «ξοδέψουν», παραδομένοι στις σοφές σελίδες κάποιου βιβλίου.
Και δεν έχουν άδικο. Ο τρόπος που ζούμε, ή καλύτερα ο τρόπος που μας επέβαλαν να ζούμε, είναι αυτός που μας κρατάει μακριά από τη γοητεία των βιβλίων.
Κουρασμένοι από το μόχθο της ημέρας, εξαντλημένοι από το βάρος των υποχρεώσεων, κυνηγημένοι από τις φροντίδες της καθημερινής ζωής, η ανάγνωση κάποιου βιβλίου φαντάζει μακρινό, ανεκπλήρωτο όνειρο.
Όμως, τα βιβλία δεν παύουν να είναι ο ίδιος ο πολιτισμός: η σοφία, η ελπίδα, ο μαγικός κόσμος της φαντασίας. Δεν παύουν ποτέ να είναι η αυτοσυνείδηση και η γνώση του κόσμου γύρω μας, οι δάσκαλοι της ζωής.
Νιώθει κανείς να τον πνίγει το παράπονο και η θλίψη στη θέα των παραγκωνισμένων, των ξεχασμένων, των παρατημένων από τους ανθρώπους βιβλίων.
Είναι, άλλωστε, κοινό μυστικό πως νοιαζόμαστε περισσότερο για άλλα πράγματα παρά για τα βιβλία και πως η συντροφιά τους μας είναι ξένη κάπως και απόμακρη.
Κι όμως, λένε με σιγουριά, όσοι διαβάζουν χρόνια και χρόνια: και ένα μόνο βιβλίο μπορεί ν’ αλλάξει τη ζωή μας.
Διαβάζοντας κανείς παντού: στους δρόμους και στις πλατείες, κάτω από δροσερούς ίσκιους δέντρων, σε σκαλοπάτια φιλόξενων σπιτιών ή ακούγοντας το φλοίσβο των κυμάτων μπορεί να μάθει αλήθειες που δεν ήξερε, μπορεί να δει ν’ ανοίγουν πόρτες κλειδωμένες της ζωής του, που αγνοούσε.
Ναι! Ένα βιβλίο μπορεί ν’ αλλάξει τη ζωή μας.

Του Σταύρου Τσαγκαράκη
Φιλολόγου-συγγραφέα