Η ιστορία του Μεσσήνιου καθηγητή Ιατρικής Δημήτρη Καπόγιαννη μέχρι την κορυφή


Στις αρχές Δεκεμβρίου παρουσιάσαμε μέσα από τις σελίδες του «Θάρρους» το Μεσσήνιο καθηγητή νευρολόγο, Δημήτρη Καπόγιαννη, ο οποίος θριαμβεύει και αναγνωρίζεται στο εξωτερικό και ειδικότερα στις ΗΠΑ. Για να φτάσει, όμως, μέχρι την κορυφή ανέβηκε πολλά σκαλοπάτια.
Η ιστορία του θα μπορούσε να ισχυριστεί κάποιος ξεκινά, όταν ο πατέρας του Ιωάννης, εκτίοντας μέρος της στρατιωτικής του θητείας στις Σέρρες, γνωρίζει τη μητέρα του Αγγελική.
Η συνέχεια είναι λογική. Έρωτας, γάμος, οικογένεια. Το ζευγάρι επιστρέφει στη Μεσσηνία, αλλά ύστερα από κάποιο διάστημα μετακομίζει στον Πειραιά. Εκεί μεγάλωσε ο Δημήτρης. Η αγάπη του για το διάβασμα και την έρευνα ήταν από τα πράγματα που τον ξεχώριζαν. Τελειώνει το σχολείο, την Ιατρική και υπηρετώντας τη θητεία του στο Ναυτικό γνωρίζει κάποιον φίλο του, ο οποίος του σπέρνει την ιδέα για τις ΗΠΑ.
Το 2002 τον βρίσκει στο… κέντρο του κόσμου, της έρευνας και της τεχνολογίας. Πέφτει με τα μούτρα στη δουλειά και αμέσως αρχίζει να ξεχωρίζει. Σήμερα πια έχει φτάσει στην κορυφή και αναγνωρίζεται από τον ιατρικό κόσμο.
Ρωτάμε την κυρία Αγγελική πώς νιώθει ως μάνα που το παιδί της λείπει από την εστία της: «Θα ήταν παράδοξο να ισχυριστώ ότι δε μας λείπει. Παρ’ όλα αυτά, βλέποντας την πορεία του δεν μπορούμε να μείνουμε στην έλλειψή του. Είμαστε υπερήφανοι για τα όσα έχει καταφέρει. Εξάλλου, έρχεται σχεδόν κάθε χρόνο στην Ελλάδα και στην Καλαμάτα, ενώ και εμείς πηγαίνουμε, όποτε μπορούμε, και τον βλέπουμε. Δε σας κρύβω ότι ο Δημήτρης θα ήθελε να επιστρέψει στη χώρα του, αλλά, όπως γνωρίζουμε όλοι μας, οι ευκαιρίες και οι δυνατότητες που υπάρχουν για να συνεχίσει το έργο του είναι ελάχιστες έως μηδαμινές».
Η κυρία Αγγελική, όμως, δεν είχε διάθεση να μιλήσει και πολύ για το παιδί της. Άνθρωπος μετρημένος και ήπιων τόνων θέλησε να κλείσουμε τη συζήτηση σ’ αυτό το σημείο.
Όπως διαβάζουμε στην ιστοσελίδα ellines.com, “ένα νέο τεστ αίματος για το Αλτσχάιμερ θα μπορεί ανιχνεύσει την ασθένεια 10 χρόνια πριν από την κλινική διάγνωση, πολύ νωρίτερα δηλαδή από ότι όλα τα άλλα τεστ.
Ο Δημήτριος Καπόγιαννης, νευροεπιστήμονας στο Εθνικό Ινστιτούτο Γήρανσης των ΗΠΑ και καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Johns Hopkins, είναι ο επικεφαλής της συγκεκριμένης μελέτης. Το τεστ διάγνωσης παρουσιάστηκε για πρώτη φορά στο συνέδριο της Αμερικανικής Εταιρείας Νευροεπιστημών στην Ουάσιγκτον και θα μπορούσε σύντομα να χρησιμοποιηθεί για τον εντοπισμό και τη θεραπεία ασθενών με Αλτσχάιμερ νωρίτερα στην εξέλιξη της νόσου τους. Αυτοί οι άνθρωποι θα μπορούσαν να συμμετάσχουν σε κλινικές δοκιμές για την εξεύρεση νέων θεραπειών.
Ήδη, το τεστ διακρίνει τους ασθενείς και τους υγιείς ηλικιωμένους με 100% ακρίβεια. “Είμαι πολύ αισιόδοξος πως αυτό το τεστ θα ευοδωθεί” είπε ο Δημήτρης. Το τεστ είναι ακόμα στα πρώτα στάδια της ανάπτυξης και έχει εφαρμοστεί μόνο σε 174 άτομα. Απαιτείται μια μεγαλύτερη, μακροπρόθεσμη μελέτη πριν από την ευρεία χρήση.
Ήδη η εταιρεία βιοτεχνολογίας NanoSomiX, που αναπτύσσει αναλύσεις αίματος για τις νευροεκφυλιστικές παθήσεις και είναι χορηγός της μελέτης, σχεδιάζει να παράγει μια εμπορική έκδοση του τεστ.
Στο Εθνικό Ινστιτούτο για τη Γήρανση, ο Καπόγιαννης και η ομάδα του εντόπισαν μια μοναδική πρωτεΐνη στον εγκέφαλο που εμπλέκεται στη σηματοδότηση της ινσουλίνης, που ονομάζεται IRS-1, και που η ανενεργή της μορφή εμφανίζεται σε μεγάλα ποσά στους ασθενείς με Αλτσχάιμερ.
Οι ερευνητές συγκέντρωσαν δείγματα αίματος από 70 άτομα με τη νόσο του Alzheimer, 20 ηλικιωμένους με διαβήτη και 84 υγιείς ενήλικες. 22 από τους συμμετέχοντες με τη νόσο Αλτσχάιμερ παρείχαν δείγματα που είχαν ληφθεί 1 έως 10 χρόνια πριν από τη διάγνωση τους. Από τα δείγματα, οι ερευνητές βρήκαν ότι οι ασθενείς με νόσο Αλτσχάιμερ είχαν υψηλότερες ποσότητες της αδρανούς μορφής της πρωτεΐνης και μικρότερες ποσότητες της δραστικής μορφής από τα υγιή άτομα.
Οι διαβητικοί είχαν ενδιάμεσα επίπεδα. Αυτά τα επίπεδα ήταν τόσο συνεπή, ώστε η ομάδα μπορούσε να προβλέψει εάν ένα δείγμα αίματος προήλθε από ασθενή με Αλτσχάιμερ, από υγιές άτομο ή διαβητικό, χωρίς σφάλματα. Αυτό συνέβη ακόμη και για τα δείγματα από ασθενείς με Αλτσχάιμερ που είχαν ληφθεί 10 χρόνια πριν την κλινική διάγνωσή τους».

Επιμέλεια: Αντώνης Πετρόγιαννης