59 χρόνια στο ληστή που έστελνε τα χρυσαφικά στην Αλβανία σε τενεκέδες με λάδι


Την «άκουσε» για τα καλά την «καμπάνα» του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων ένας μικροκαμωμένος Αλβανός, ο οποίος καταδικάσθηκε σε 59 χρόνια κάθειρξης για 8 βίαιες ληστείες σε σπίτια ηλικιωμένων και συμμετοχή σε εγκληματική οργάνωση που συστηματικά λήστευε χρήματα και κοσμήματα από σπίτια στην Τριφυλία και έστελνε τα κλοπιμαία στην Αλβανία μέσω του ΚΤΕΛ, κρυμμένα σε δοχεία με λάδι.
Ο κατηγορούμενος αρνήθηκε ότι έχει σχέση με τις ληστείες, όμως έχει αναγνωρισθεί από θύματα, ενώ οι αστυνομικοί τον συνέλαβαν, όταν ετοιμαζόταν να ανέβει σε λεωφορείο με δύο δοχεία, στα οποία βρέθηκαν σακούλες με κλοπιμαία.
Από τη συμμορία, στην οποία έχει διαπιστωθεί ότι συμμετείχαν τουλάχιστον τέσσερα άτομα, έχει συλληφθεί και καταδικασθεί άλλο ένα, που έχει παραδεχθεί ότι μετέφερε με το αμάξι τους τρεις ληστές.
 
Με αγριότητα
Ζευγάρι που έπεσε θύμα των ληστών περιέγραψε ότι μπήκαν στο σπίτι σπάζοντας την πόρτα δύο άτομα με μάσκα. Ο ένας κρατούσε μαχαίρι και το έβαλε στο λαιμό του άντρα ζητώντας χρήματα. Πήραν χρήματα, κοσμήματα και κάποια ασημικά και, όπως είπε το ζευγάρι, τα βρήκε όλα η Αστυνομία στα δοχεία με το λάδι. Αυτά ήταν και τα μόνα κλοπιμαία που βρέθηκαν.
Άλλο θύμα περιέγραψε ότι στο σπίτι του μπήκαν 2 άτομα και πήραν χρυσαφικά, 350 ευρώ και ένα κινητό τηλέφωνο.
Στις 5 Μαρτίου του 2012, το βράδυ, μπήκε από το παράθυρο της κουζίνας ο μικροκαμωμένος κατηγορούμενος, ενώ άνοιξε την πόρτα και μπήκαν άλλοι δύο στο σπίτι ηλικιωμένης. Όπως περιέγραψε η ίδια, τη χτύπησαν στην πλάτη και την ξύπνησαν, ενώ ήρθε κι ένας δεύτερος με μαχαίρι. Οι δύο φορούσαν καπελάκι, ενώ αυτός με το μαχαίρι κουκούλα. Της ζήτησαν χρήματα, ενώ αυτό που την πείραξε περισσότερο, όπως είπε, ήταν ότι της πήραν το ρολόι του άντρα της που είχε πεθάνει, το οποίο το είχε ως ενθύμιο και ήθελε να το δώσει στον εγγονό της. Πήραν, επίσης, 1.000 ευρώ κι ένα χρυσό δαχτυλίδι. Φεύγοντας έκοψαν το τηλέφωνο, ενώ όση ώρα ήταν εκεί της έλεγαν να μη μιλάει, γιατί αυτός που έχει το μαχαίρι είναι κακός. Η ηλικιωμένη αναγνώρισε τον κατηγορούμενο ως έναν από τους δράστες.
 
Το «ξύλο της αρκούδας»
Η επόμενη μάρτυρας ξεκίνησε την κατάθεσή της λέγοντας πως μαζί με τον άντρα της έφαγαν το «ξύλο της αρκούδας» από τους δράστες, διότι εκείνο το βράδυ «για κακή τους τύχη», όπως είπε η ίδια, δεν είχαν λεφτά να τους δώσουν και φώναζε βοήθεια. Μάλιστα, μια γειτόνισσα την άκουσε, αλλά… φοβήθηκε, όπως είπε μετά, και δεν έκανε τίποτα.
Περιέγραψαν ότι ο κατηγορούμενος, τον οποίο αναγνώρισαν, μπήκε από το παραθυράκι της κουζίνας και άνοιξε στους άλλους δύο. Είχαν μόνο 50 ευρώ και οι ληστές τούς χτυπούσαν για να τους δώσουν κι άλλα.
Το Δεκέμβριο του 2011 οι ληστές μπήκαν σε σπίτι άλλου ζευγαριού. Πήραν κοσμήματα και χρήματα συνολικής αξίας 7.000 ευρώ, ενώ έμειναν στο σπίτι κοντά στη μία ώρα. Μάλιστα, είχαν το θράσος να καθίσουν στην κουζίνα του ζευγαριού και να φάνε.
Αστυνομικός κατέθεσε ότι στα τέλη του 2011 – αρχές του 2012 έγιναν ληστείες με την ίδια μέθοδο σε περιοχές της Τριφυλίας και συγκρότησαν ειδική ομάδα. Προχώρησαν, δε, και σε άρση τηλεφωνικού απορρήτου των κλεμμένων συσκευών κινητών τηλεφώνων. Σε δύο από αυτές διαπίστωσαν ότι είχαν ενεργοποιηθεί άλλοι αριθμοί που επικοινωνούσαν μεταξύ τους.
Στις 12 Μαρτίου του 2012 έφτασε στην υπηρεσία τους η πληροφορία ότι στο δρόμο Καλό Νερό – Τσακώνα ένας Αλβανός περιμένει το λεωφορείο του ΚΤΕΛ για να φύγει με δοχεία λάδι που έχει κλοπιμαία. Οι αστυνομικοί βρήκαν όντως τον κατηγορούμενο, ενώ από το λεωφορείο κατέβηκε ένας  36χρονος ομοεθνής του, στην κατοχή του οποίου βρέθηκε ένα από τα δύο κλεμμένα τηλέφωνα. Είπε ότι δεν είχε σχέση με τις ληστείες και πως δύο αδέλφια (που είναι οι άλλοι δύο δράστες) του είχαν ζητήσει να τους μεταφέρει με το αυτοκίνητο, ενώ είχε καταλάβει ότι είχαν κάνει ληστεία. Ο αστυνομικός είπε ότι από τα στοιχεία έχουν προκύψει ότι οι δύο Αλβανοί είχαν ταξιδέψει για την πατρίδα τους μαζί και στις 16 Δεκεμβρίου, ενώ έχουν βάσιμες υποψίες ότι είχαν διώξει τα κλοπιμαία από τις ληστείες του Δεκεμβρίου.
Ο κατηγορούμενος στην απολογία του αρνήθηκε όλες τις κατηγορίες, υποστηρίζοντας ότι οι μάρτυρες λένε ψέματα.

Της Βίκυς Βετουλάκη