Περαιτέρω αύξηση των αφίξεων στον αερολιμένα Καλαμάτας

Περαιτέρω αύξηση των αφίξεων  στον αερολιμένα Καλαμάτας

Σύμφωνα με τον πρόεδρο του Συνδέσμου Ελληνικών Τουριστικών Επιχειρήσεων, Ανδρέα Ανδρεάδη, οι προκρατήσεις για το 2017 κινούνται σε θετικό πεδίο. Όμως, η αποσταθεροποίηση της Τουρκίας προκαλεί ανησυχία, καθώς σε βάθος χρόνου δεν αποτελεί θετική εξέλιξη για τον τουρισμό μας.
Οδηγός των τουριστικών εξελίξεων για τη φετινή χρονιά στη Μεσόγειο αναδεικνύεται η ασφάλεια ή ανασφάλεια που θα εκπέμψουν οι προορισμοί που τροφοδοτούνται από τις ίδιες αγορές επισκεπτών. Ήδη, μεγάλο μέρος των κρατήσεων που χάνει η Τουρκία, λόγω των διαδοχικών τρομοκρατικών επιθέσεων, κατευθύνεται σε άλλους προορισμούς, όπως αναφέρεται και σε χθεσινό ρεπορτάζ της “Καθημερινής”, το οποίο υπογράφουν ο Στάθης Κουσούνης και ο Νίκος Ρουσάνογλου .
Ειδικότερα, οι περιορισμένες επιλογές αποθέματος ξενοδοχειακών κλινών σε ασφαλείς προορισμούς για την προσεχή σεζόν στρέφει το ενδιαφέρον των ξένων τουριστικών οργανισμών στην Ελλάδα, στην Ισπανία, στην Κύπρο, στην Πορτογαλία, αλλά ακόμη και στην Κροατία και στη Βουλγαρία.
Σε αυτό το γενικότερο γεωπολιτικό περιβάλλον ανασφάλειας, η χώρα μας πριν καν υλοποιήσει το επικοινωνιακό της πρόγραμμα στις ξένες αγορές καταγράφει κέρδη σε επίπεδο προκρατήσεων από την πώληση των πακέτων μέσω των ξένων οργανισμών.
Επίσης, αύξηση κατά 19% (ή κατά 3,6 εκατ.) καταγράφει ο μέχρι στιγμής προγραμματισμός των αεροπορικών θέσεων στα περιφερειακά αεροδρόμια της χώρας για το 2017 (σ.σ. μεταξύ αυτών αναφέρεται και της Καλαμάτας). Πρόκειται για τον αρχικό προγραμματισμό, ο οποίος θα αναθεωρηθεί έως τα τέλη Ιανουαρίου.
Τότε θα εκδοθεί ο τελικός προγραμματισμός για τη θερινή περίοδο, ο οποίος με τη σειρά του θα υπόκειται σε διαρκή προσαρμογή, καθώς θα εξελίσσεται το πρόγραμμα πτήσεων των εταιρειών με αλλαγές, ακυρώσεις ή προσθήκες δρομολογίων.
Το Ινστιτούτο εξηγεί ότι τα σχετικά στοιχεία αποτελούν ένδειξη τάσεων και όχι βάση ακριβών προβλέψεων για τα περιφερειακά αεροδρόμια ιδιαίτερα, καθώς αφορούν σε προγραμματισμό θέσεων και όχι σε κρατήσεις από ξένους τουρίστες.
Σύμφωνα με μελέτη που δημοσιοποίησε, προχθές, το Ινστιτούτο του ΣΕΤΕ, η εξαιρετικά υψηλή φορολογική επιβάρυνση του ελληνικού τουριστικού προϊόντος –ενός κατ’ εξοχήν εξαγωγικού προϊόντος– αποτελεί σημαντικό ανασταλτικό παράγοντα στην περαιτέρω ανάπτυξη του τομέα.
Επίσης, επιβαρύνει υπέρμετρα την ανταγωνιστικότητα, τα κίνητρα για επιχειρείν, καθώς και το διαθέσιμο εισόδημα των εργαζομένων, ενώ οδηγεί σε όξυνση της εποχικότητας.
Αν και οι επιπτώσεις αυτές διατρέχουν το σύνολο των τουριστικών επιχειρήσεων, πλήττουν ιδιαίτερα τις πλέον αδύναμες. Δηλαδή, αυτές που δε διαθέτουν κάποιο ανταγωνιστικό πλεονέκτημα, είτε με τη μορφή ίδιας αναγνωρίσιμης τουριστικής ταυτότητας είτε με τη μορφή λειτουργίας σε δημοφιλή προορισμό, που θα τους επιτρέψει να μετακυλίσουν μέρος ή όλη την υψηλότερη φορολόγηση στον τελικό πελάτη και που θα διευκολύνει την προσαρμογή τους σε ένα συνεχώς μεταβαλλόμενο περιβάλλον.
Στη μελέτη γίνεται και ανάλυση για τη συμβολή του τουριστικού τομέα στην εθνική οικονομία. Όπως επισημαίνει το Ινστιτούτο, ο τουρισμός «έχει γίνει ένας πραγματικά εθνικός πρωταθλητής στον αγώνα για μια εξωστρεφή ελληνική οικονομία, αφού περισσότερο από 90% των εσόδων του προέρχεται από το εξωτερικό».
Σύμφωνα με τα στοιχεία της Έρευνας Εργατικού Δυναμικού, στην αιχμή της σεζόν ο τουρισμός απασχολεί πλέον περισσότερο από το 10% του εργατικού δυναμικού της χώρας, είναι ο τρίτος τομέας σε αριθμό απασχολουμένων μετά το εμπόριο και το σύνολο του πρωτογενούς τομέα και μπροστά από τη μεταποίηση και το δημόσιο τομέα. Αποτελεί μέρος μιας δυναμικά αναπτυσσόμενης διεθνώς δραστηριότητας, που για το 2017 αναμένεται σε παγκόσμιο επίπεδο να αναπτυχθεί με ρυθμό άνω του 4%.
Κατά το Ινστιτούτο, αντίθετα με τις συχνά εκφραζόμενες απόψεις, ότι η ισχυρή ανάπτυξη είναι μόνο η ανάπτυξη που βασίζεται στο μεταποιητικό τομέα, τα στοιχεία για τις οικονομίες των κύριων αγορών μάς δείχνουν ότι η εισαγωγή υπηρεσιών, στις οποίες συγκαταλέγεται και ο τουρισμός, από τις χώρες αυτές, αναμένεται να αναπτυχθεί με ταχύτερο ρυθμό σε σχέση με το ΑΕΠ τους και την ιδιωτική τους κατανάλωση.
 
Επιμέλεια: Αντώνης Πετρόγιαννης