Νικητές και…χαμένοι από την Καλαμάτα που αλλάζει

Νικητές και…χαμένοι από την Καλαμάτα που αλλάζει

Οι επενδύσεις στην Αριστομένους αλλάζουν το επιχειρηματικό τοπίο
 
Η πρόσφατη ανακοίνωση με την πώληση του κτηρίου “Ρεμπουτσάκου” στη συμβολή Αριστομένους και Βασιλέως Κωνσταντίνου, στην Καλαμάτα, είναι η τελευταία είδηση της αλυσίδας, που ξεκίνησε από τις αρχές του 2017, και στους κρίκους της είναι μαζεμένες οι λέξεις “επένδυση”, “ανάπτυξη”, “βιωσιμότητα μικρών επιχειρήσεων”.
Για πολλούς η Καλαμάτα τα επόμενα χρόνια θα είναι μια πόλη που θα αναπτύσσεται συνεχώς. Ο αυτοκινητόδρομος, το εξαιρετικό της περιβάλλον θα γίνουν, παράλληλα, και “μαγνήτης” επενδύσεων.
Ας μην ξεχνάμε ότι ήδη υπάρχουν απτά παραδείγματα. Το ξενοδοχείο “Βασιλικό” στον πεζόδρομο της Αριστομένους ανοίγει και πάλι, το κτήριο “Αλειφέρη” ετοιμάζεται να φορέσει τα… καλά του και να υποδεχτεί τους νέους επενδυτές και τα καταστήματα που θα δημιουργηθούν, το διατηρητέο κτήριο, ακριβώς απέναντι από το Δημαρχείο, θα στεγάσει μια πολυεθνική εταιρεία που πουλάει σχεδόν τα πάντα, το κτήριο που φιλοξενούσε την επιχείρηση “Δημητρούλιας” θα αλλάξει μορφή, κάποια άλλα κτήρια στην ίδια περιοχή με ιστορική αξία έχουν βγει στο…σφυρί. Τέλος, υπάρχει η επένδυση από τη δανέζικη εταιρεία “Jysk” στο λιμάνι της Καλαμάτας. Και φυσικά οι αλλαγές – αγορές δεν πρόκειται να σταματήσουν.  
Βεβαίως, όλες αυτές οι “μεταμορφώσεις” θα προσφέρουν, για τους περισσότερους υποστηρικτές ανάλογων εξελίξεων, νέες θέσεις εργασίας, άρα λιγότερη ανεργία, προσέλκυση περισσότερων επισκεπτών. Φυσικά, αφήνουμε στην άκρη τη μορφή εργασίας των νέων απασχολούμενων.
 
Δύο στρατόπεδα
Από τη μια πλευρά, οι εξελίξεις δείχνουν ότι την περίοδο της επταετούς ύφεσης και λιτότητας οι πολυεθνικές αλυσίδες και στην Καλαμάτα είναι αποδεδειγμένα οι μόνες που παρουσιάζουν άνοδο στον όγκο λιανικών πωλήσεων, ενώ οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις διαρκώς συρρικνώνονται. Αυτό αναμένεται να γίνει και στο “επενδυτικό μέλλον”. Η τοπική κοινωνία δεν πρέπει να γίνει ο κάδος σκουπιδιών των ομίλων υπερπαραγωγής αμφιβόλου ποιότητας και διαδικασιών παραγωγής «επώνυμων» προϊόντων.
Από την άλλη πλευρά, οι υποστηρικτές της παραπάνω άποψης δεν βλέπουν τη μεγάλη εικόνα, δηλαδή δεν βλέπουν, και κυρίως δεν ενδιαφέρονται για το τι επιθυμούν οι τουρίστες, οι πελάτες και οι επενδυτές.
Τα επενδυτικά κεφάλαια αντιμετωπίζονται ως περίπου εχθρικά, ως αρπακτικά. Αντιμετωπίζονται ως ειδικότερα η Καλαμάτα αλλά και γενικότερα η Ελλάδα να είναι ο περιούσιος επενδυτικός προορισμός, όπου οι ξένοι επενδυτές είναι υποχρεωμένοι να επενδύσουν και να χάσουν.
Κι όσοι ξένοι επενδυτές τολμήσουν να επενδύσουν, είτε χάνουν είτε αντιμετωπίζουν σε καθημερινή βάση την επίσημη γραφειοκρατία, καθώς και την ανεπίσημη (τοπικούς πολιτευτές, επιτροπές αγώνα κ.λπ.). Με άλλα λόγια, δεν προσεγγίζονται τα θέματα των ξένων επενδύσεων, «μπαίνοντας στα παπούτσια του πελάτη».
Επίσης, θα πρέπει να εκτιμηθούν και οι επιπτώσεις από τις αφίξεις επενδυτών στην άνοδο των εισοδημάτων και της τοπικής κατανάλωσης, η δημογραφική ανάκαμψη, η προσέλκυση οικονομικών μεταναστών και η περιορισμένη –σε σχέση με άλλες περιοχές- ανεργία.
Εν τέλει το ερώτημα τίθεται άμεσα και απροκάλυπτα: Ποιες θα είναι οι οικονομικές και κοινωνικές επιπτώσεις σε τοπικό και περιφερειακό επίπεδο του νέου προτύπου που αρχίζει να διαμορφώνεται στην Καλαμάτα;
 Θα πρέπει να είμαστε πολύ προσεκτικοί, γιατί αν οι υποστηρικτές των επενδύσεων επαναλαμβάνουν μονότονα τα περί αυτόματης και σημαντικής συμβολής στην τοπική ανάπτυξη, εμείς δεν θα πρέπει να περάσουμε στο άλλο άκρο της εύκολης καταστροφολογίας.
Ο Φραντς Κάφκα στο περίφημο διήγημα με τίτλο “Μεταμόρφωση”, στην αρχή της ιστορίας του, δεν αφορίζει το σύστημα που υπάρχει, αλλά απλώς ασχολείται με τις συνέπειες που υφίστανται αυτοί που μένουν εκτός…
 
 
Του Αντώνη Πετρόγιαννη