Ιωάννα Καρυστιάνη: Η πλούσια γλώσσα είναι ασπίδα ενάντια στο φόβο και όσους μας θέλουν έρμαιο…

Ιωάννα Καρυστιάνη: Η πλούσια γλώσσα είναι ασπίδα ενάντια στο φόβο και όσους μας θέλουν έρμαιο…

Η ΚΟΡΥΦΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΔΑ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑΣ ΚΑΙ ΣΕΝΑΡΙΟΓΡΑΦΟΣ ΣΤΟ «ΘΑΡΡΟΣ» 
Δεν είναι ακριβώς η συνέντευξη που θα ήθελα να πάρω από την κορυφαία Ελληνίδα συγγραφέα Ιωάννα Καρυστιάνη, αφού οι πιεστικές της υποχρεώσεις δεν μου έδωσαν την ευκαιρία ούτε για ένα συμπληρωμένο 10λεπτο συνομιλίας μαζί της, υπεραρκετό, ωστόσο, για να πει μερικά πολύ σημαντικά πράγματα, απαντώντας και σε ερωτήσεις που ήθελα να κάνω και δεν πρόλαβα και μάλιστα με έναν τέτοιο σφιχτό και ακριβή λόγο που δεν χρειάστηκε να προσθέσω, να αλλάξω ή να μετατοπίσω μια λέξη στην απομαγνητοφώνηση, η οποία καταγράφεται έτσι αυτούσια.
Φυσικά την ευχαριστώ που μου αφιέρωσε αυτό τον χρόνο, αντί να τον εκμεταλλευθεί για… να πάρει μια ανάσα και να ανασυγκροτήσει τη σκέψη της ανάμεσα στην πρώτη εκδήλωση της περασμένης Πέμπτης 13 Δεκεμβρίου (την συνάντηση της λέσχης ανάγνωσης της Ένωσης Φιλολόγων Μεσσηνίας που είχε επιλέξει να συζητήσει το βιβλίο της Ο Άγιος της Μοναξιάς) και την παρουσίαση του νέου βιβλίου της Χίλιες Ανάσες, που ακολούθησε με πολύ μεγάλη προσέλευση, ενδιαφέρον και επιτυχία στην Πινακοθήκη της Λαϊκής Βιβλιοθήκης στον 4ο όροφο του Πνευματικού Κέντρου (το προλόγισε η επίτιμη πρόεδρος της Ένωσης Φιλολόγων, Μαρία Τσαγκαράκη) και έκλεισε με την ευχή της για «καλά ταξίδια με τα βιβλία»…
 Τι είναι οι Χίλιες Ανάσες; ρώτησα την κα Καρυστιάνη ενοχικά στο ξεκίνημα της συζήτησης, καθώς δεν είχα ακόμη διαβάσει το βιβλίο.
«Αυτό που λέει… Αριθμημένες οι ανάγκες μας για γερές ανάσες ζωής μέσα σε αυτή τη δύσκολη και μουντή ατμόσφαιρα στην οποία νοιώθουμε όλοι πληγωμένοι και βολοδέρνουμε…», ήταν η απάντησή της και η συνέχεια χειμαρρώδης με τις δημοσιογραφικές παρεμβάσεις να περιορίζονται σε μικρές ερωτήσεις ή «πάσες»…
 
-Είναι διαφορετικό αυτό το βιβλίο; 
Φαινομενικά θα έλεγα, γιατί πάντα αναζητάς μια θεματολογία διαφορετική και άλλους χαρακτήρες, να έχεις το ενδιαφέρον να κάνεις καινούργιες επεξεργασίες, να φιλοτεχνήσεις καινούργιους πρωταγωνιστές ή δευτεραγωνιστές σε μια πλοκή, αλλά νομίζω πως κατά βάση υπάρχουν κοινά στοιχεία, διότι προέρχονται από τη φτιαξιά ενός συγκεκριμένου ανθρώπου που είμαι εγώ. Τα θέματα δηλαδή που με αναστατώνουνε, τα θέματα που με προβληματίζουνε, που έχουν εγκατασταθεί μέσα μου από τα θεμελιακά παιδικά και εφηβικά χρόνια, τότε που συγκροτείται ο εαυτός και η συνείδηση, είναι αυτά που διατρέχουν όλα τα βιβλία και είναι οι κορυφαίες ανθρώπινες εμπειρίες: ο έρωτας, ο θάνατος, η φιλία, η ξενιτιά, η βαριά αρρώστια, η λησμονιά, η συσχέτιση, η αποσυσχέτιση με το περιβάλλον σε κάθε συγκεκριμένη εποχή. 
 
-Η αισιοδοξία τι θέση έχει σε όλα αυτά; 
Το γεγονός ότι κάνω δύσκολα θέματα, βαριά θέματα, δεν είναι επειδή είμαι διαστροφική απολαυσίας των δύσκολων θεμάτων, των τραγωδιών, κρίσεων και δυσλειτουργικών σχέσεων, το κάνω γιατί μέσα από εκεί προσπαθώ κι εγώ η ίδια να ανακαλύψω τον μηχανισμό με τον οποίο αντιμετωπίζεις τις δύσκολες καταστάσεις και για να δώσω μερικές νότες ανάσας λύτρωσης, να το πω έτσι. Αλλά είναι δουλειά όλης της τέχνης. Ο Γκόρκι έλεγε “καλλιτέχνης, άρα θλιμμένος άνθρωπος”, δηλαδή είναι και η ροπή μας και η υποχρέωσή μας να σκύβουμε πάνω από αυτά τα θέματα. Οι άνθρωποι οι πολύ χαρούμενοι που έχουν λύσει τα προβλήματά τους δεν είναι και τόσο ενδιαφέρον υλικό για βαθιά ματιά, για εξονυχιστική ματιά πάνω στην ανθρώπινη περιπέτεια και δεν μας έχουν κι ανάγκη.
 
-Πώς ξεκινάτε να γράφετε ένα βιβλίο σας;
Επειδή δουλεύω πάρα πολλές ώρες κάθε μέρα και Σάββατο και Κυριακή και γιορτές και σχόλες, που λένε, πάντα δουλεύω πάνω στη γλώσσα, φτιάχνω φράσεις, παραγράφους κτλ. σε διάφορα θέματα και κάποια στιγμή σα να γυρεύει ένα κεφαλαιάκι από το ένα ντοσιέ να συναντήσει σε ένα διαφορετικό ντοσιέ μια άλλη ιστορία ή ένα πρόσωπο και όλα αυτά φορμάρουνε κάτι που λέω “αυτό είναι, το βρήκα”, σα να έχει αποκρυσταλλωθεί η σύλληψη μιας κεντρικής ιδέας που με στρώνει μετά σε ένα πολύ συγκεκριμένο θέμα. Αλλά θέλει πάντα πάρα πολλή δουλειά και δεν παραπονιέμαι γι’ αυτό, διότι δεν με υποχρεώνει και κανείς να γράφω βιβλία, εγώ το έχω επιλέξει όσο κι αν είναι πολλές φορές ένας δύσκολος λογαριασμός με τον εσώτερο εαυτό, γιατί ψάχνεις και πλευρές του εαυτού σου και πολλές φορές ξαφνιάζεσαι, δεν νοιώθεις τόσο καλά, είναι κάτι που το κάνω με επιμονή, με προσοχή και όση εντιμότητα μπορώ και που σα να γυρεύω κι εγώ “τα πλατιά μου” στο χαρτί και το μολύβι, να το πω έτσι, νοιώθω πιο ελεύθερη εκεί απ’ ότι στην πραγματική ζωή, να κυνηγήσω προσδοκίες, να βρω λύσεις σε προβλήματα και όλα σε τελευταία ανάλυση νομίζω πως είναι νόστος για περισσότερη ανθρωπιά, γι’ αυτό είναι και ανθρωποκεντρικά τα βιβλία μου όλα, με ταπεινούς καθημερινούς ανθρώπους σαν ήρωες.  
 
-Σας άκουσα να λέτε ότι “έπρεπε να γράψω οπωσδήποτε αυτό το βιβλίο, ακόμα κι αν δεν το διάβαζε κανείς”… 
Όταν γράφω -και φαντάζομαι αυτό ισχύει για τους περισσότερους συναδέλφους μου, τους σοβαρούς- δεν σκεφτόμαστε τον αναγνώστη, αν θα κάνει εκδόσεις, αν θα αγαπηθεί, αν θα βραβευτεί ή οτιδήποτε άλλο, καθόλου. Είναι μια μάχη, να κρατάς στο χέρι σου και να μην το χάσεις το πάσο  για τα ενδότερα της ύπαρξης που είναι δύσκολα και αυτό προϋποθέτει μια μεγάλη αποφασιστικότητα, να αντέξεις να το τελειώσεις το βιβλίο. Εγώ έτσι αισθανόμουνα και σε αυτό το βιβλίο και στο “Τα Σακιά” που είναι για πολύ δύσκολα θέματα, αλλά και σε όλα τα υπόλοιπα. Από τη στιγμή που μπήκα στην περιπέτεια της συγγραφής ενός τέτοιου θέματος και σιγά-σιγά ένοιωσα τους χαρακτήρες, ένοιωσα κοντά τους, τους αγάπησα, ένοιωθα την υποχρέωση να το τελειώσω. Πάντα νοιώθω “θα σκάσω αν τους αφήσω στη μέση”, θα μου γυρέψουν το λογαριασμό, θα τους αδικήσω.
 
-Η λογοτεχνία σήμερα στην Ελλάδα πώς είναι; 
Υπάρχουν πάρα πολύ ενδιαφέρουσες φωνές και πολύ νέες φωνές, εκτός από τους δοκιμασμένους, τους πολύ καλούς συγγραφείς που έχουμε, τη Μάρω Δούκα, τον Νόλα, τον Παπαδημητρακόπουλο, τον Δημητρίου, ας μιλήσω και για τον πρόσφατα χαμένο τον Πετζετίδη από τη Σπάρτη, του οποίου γνώρισα χθες την Πίτσα, τη γυναίκα του, άλλως είναι και πολλοί νέοι διηγηματογράφοι πρώτης γραμμής που έχουν βγει Τσίμπος, Πέτσα, Παπαμάρκος, Παπαμόσχος, Γιάννης Παλαβός, ο Χρήστος Οικονόμου,ασφαλώς και αυτό είναι σημαντικό.
Ωστόσο, η φιλαναγνωσία θα έπρεπε να δουλευτεί πιο σοβαρά στην εκπαίδευση. Τα παιδιά να μάθουν να αγαπάνε το βιβλίο και να ξέρουν ότι -το έλεγε ο Φρερνάντο Πεσόα- “η λογοτεχνία και όλη η τέχνη είναι μια απόδειξη ότι η ζωή δεν αρκεί”. Δηλαδή πάντα γυρεύεις και κάτι πέρα από την καθημερινότητά σου κι ας μην το καταλαβαίνεις, δεν είναι κάτι που σου λύνει κάποιο πρόβλημα, δεν σου πληρώνει το λογαριασμό της εφορίας και του ΕΝΦΙΑ, δεν σου δίνει χαπάκι να θεραπευτείς από σωματικά ή ψυχικά προβλήματα, δεν είναι το συγχωροχάρτι ενός Πάπα ή ενός καλόγερου για ένα κρίμα που κουβαλάς, αλλά σου δίνει υλικό στοχασμού και αναστοχασμού πάνω στα ανθρώπινα. Είναι σημαντικό και νομίζω ότι είναι το σχολείο που πρέπει να παίξει ένα ρόλο πιο καλό για την λογοτεχνία και την ξένη και την ελληνική και τη σύγχρονη, τα ελληνικά γράμματα. Και ας είναι καλά οι γυναίκες, γιατί το αναγνωστικό κοινό και της πιο “εύπεπτης” πεζογραφίας, αλλά και της πιο απαιτητικής για μένα, που ελπίζω αυτή να υπηρετώ, και στην πεζογραφία και στην ποίηση, οι αναγνώστες είναι κυρίως γυναίκες. Και στον κινηματογράφο και στο θέατρο κυρίως γυναίκες αποτελούν το κοινό.
 
-Και με τη γενιά του ίντερνετ και των κοινωνικών δικτύων υπάρχει ελπίδα; 
Αυτά τα tweet που σε 2-3 σειρές συνεννοούνται μεταξύ τους ή μες στο φέισμπουκ δεν ξέρω… Είναι η γενιά περισσότερο του λάικ και λιγότερο του λάιβ να συναντηθούν μεταξύ τους, να τα πουν, να δώσουν χρόνο κτλ., αλλά υπάρχουν και νέοι που βλέπω, ας πούμε, σε βιβλιοθήκες κάποιους και διαβάζουν ή και στα σχολεία ανά την Ελλάδα που πηγαίνω, εκεί που είναι ευσυνείδητοι εκπαιδευτικοί και κάνουν πολύ καλή δουλειά γιατί αγαπούν και οι ίδιοι τα βιβλία και τη σημασία της λογοτεχνίας. Βλέπω ότι είναι παιδιά που το μυαλό τους αστράφτει και η διατύπωση στο λόγο τους είναι πολύ ιδιαίτερη και πολύ ενδιαφέρουσα.
Ξέρετε γιατί το πιστεύω ότι είναι σημαντικό; Γιατί αν έχεις τις λέξεις, τις γλωσσικές εκφράσεις και τον πλούτο των συναισθημάτων ο οποίος κυκλοφορεί στις σελίδες της λογοτεχνίας, έχεις και το υλικό να βάζεις διατύπωση σε όλα αυτά που σου μπλοκάρουν το μυαλό πολλές φορές, αλλιώς είσαι γυμνός. Η πλούσια γλώσσα είναι ασπίδα, ενάντια στο φόβο, ενάντια σε όλους αυτούς που μπορεί να σε βλέπουν σαν έρμαιο, σαν ευάλωτο και χρηστικό για τα διάφορα συμφέροντα ή άλλα πράγματα. Πιστεύω είναι σπουδαίο να έχεις τον τρόπο να βρίσκεις τις λέξεις που με τη σαφήνεια και την ακρίβειά τους σε βοηθάνε να τοποθετείς τη σκέψη σου. Και σε βοηθάνε στην επικοινωνία με τους άλλους ανθρώπους.
 
-Και λειτουργείς ενεργητικά έτσι…
Η φιλαναγνωσία είναι νομίζω αυτό κατ’ αρχήν. Μπορεί να μοιάζει ότι είναι μια προσωπική υπόθεση, είσαι μόνος σου στο δωμάτιό σου και διαβάζεις, αλλά ουσιαστικά συντελεί στην ενεργητική συμμετοχή στη ζωή, επειδή συμβάλλει στο να αποκτήσεις προσωπική γνώμη και άποψη για τα πράγματα.
 
Το who is who
Η Ιωάννα Καρυστιάνη γεννήθηκε στα Χανιά το 1952 από Μικρασιάτες γονείς. Σπούδασε νομικά και δούλεψε ως σκιτσογράφος. Πρωτοεμφανίστηκε στην λογοτεχνία το 1995 με την συλλογή διηγημάτων Η κυρία Κατάκη και ακολούθησαν τα μυθιστορήματα Μικρά Αγγλία (1997-κρατικό βραβείο μυθιστορήματος), Κουστούμι στο χώμα (2000-Βραβείο Ακαδημίας Αθηνών και βραβείο του περιοδικού Διαβάζω), O άγιος της μοναξιάς (2003), Σουέλ (2006-κρατικό βραβείο μυθιστορήματος), Τα σακιά (2010-βραβείο του περιοδικού Διαβάζω), Καιρός σκεπτικός (διηγήματα, 2011), Το φαράγγι (2015), Χίλιες ανάσες (2018). Έχει επίσης συνεργαστεί στο σενάριο της ταινίας «Ψυχή βαθιά» του Παντελή Βούλγαρη (2009) και έχει γράψει τα σενάρια των ταινιών «Nύφες» (Eκδόσεις Kαστανιώτη, 2004), «Μικρά Αγγλία» και «Το τελευταίο σημείωμα» του ίδιου σκηνοθέτη, αλλά και συζύγου της.
                                                                                                                                                                                                                             
Της Χριστίνας Ελευθεράκη