Η αποζημίωση των ελαιοπαραγωγών και η «γυμνή αλήθεια» του ΕΛΓΑ

Η αποζημίωση των ελαιοπαραγωγών  και η «γυμνή αλήθεια» του ΕΛΓΑ

Δυστυχώς, επαληθεύτηκαν οι αρχικές μας διαπιστώσεις για τις μεγάλες ζημιές στην ελαιοκαλλιέργεια από το σφοδρό κύμα καύσωνα στις 16-18 Μαΐου, που επηρέασε την καρπόδεση αλλά και την αποβολή καρπιδίων της ελιάς.

Η σοβαρότητα και το μέγεθος της ζημιάς, εκτός από τις πρωτοφανείς για την εποχή θερμοκρασίες, επηρεάζεται από την ποικιλία, την πρωιμότητα κάθε περιοχής, τη θρεπτική και υδατική κατάσταση των δένδρων, το υψόμετρο, το ανάγλυφο του εδάφους και τον προσανατολισμό του ελαιώνα.

Είναι γνωστό ότι οι ευνοϊκότερες θερμοκρασίες στο στάδιο της γονιμοποίησης και καρπόδεσης της ελιάς είναι 22-25°C.

Σύμφωνα με την Εθνική Μετεωρολογική Υπηρεσία, ξεπέρασαν στη Μεσσηνία οι θερμοκρασίες τους 40 °C και πρόκειται για σπάνιο φαινόμενο, τουλάχιστον τα τελευταία 150 έτη.

Αυτό, λοιπόν, που αποκαλείται ‘’κλιματική αλλαγή’’ εξελίσσεσαι διαρκώς πιο έντονα και πιο απρόβλεπτα, με αποτέλεσμα η ένταση και η συχνότητα των φυσικών καταστροφών ολοένα και περισσότερο να επηρεάζουν την αγροτική παραγωγή. Ακραία καιρικά φαινόμενα, βροχοπτώσεις, χαλάζια, ισχυροί άνεμοι, περίοδοι ξηρασίας, υψηλές θερμοκρασίες, έχουν ως αποτέλεσμα καρποπτώσεις και ακαρπίες, αποτελούν πλέον καθημερινότητα και πλήττουν το αγροτικό εισόδημα.

Είναι επιβεβλημένο, λοιπόν, περισσότερο από ποτέ, η αναθεώρηση του Κανονισμού του ΕΛΓΑ, για να καλύπτει ζημιές από καιρικά φαινόμενα που προκαλεί η κλιματική αλλαγή, με σκοπό να αποζημιώνονται πλήρως και εγκαίρως οι πληγέντες παραγωγοί. Η ζημιά από το μίνι καύσωνα του Μαΐου στην ελαιοπαραγωγή συρρικνώνει για τρίτη συνεχόμενη χρονιά το εισόδημα των παραγωγών, γι’ αυτό απαιτούν άμεσα αποζημίωση και δεν τους ενδιαφέρουν οι δικαιολογίες ότι δεν καλύπτονται ασφαλιστικά από τον κανονισμό του ΕΛΓΑ. Αγγίζουν, μάλιστα, τα όρια του εμπαιγμού όσοι «ψάχνουν» να βρουν άλλους τρόπους για να αποζημιωθούν οι ελαιοπαραγωγοί. Οι αγρότες δε ζητούν ούτε ελεημοσύνη ούτε καλύπτονται με συμπάθειες και υπομνήματα.

Ο ΕΛΓΑ χρειάζεται, επιτέλους, εκσυγχρονισμό και προσαρμογή στις σύγχρονες ανάγκες, για να διασφαλίζεται το εισόδημα των αγροτών από οποιονδήποτε κίνδυνο, να επιβιώσουν και να συνεχίσουν να καλλιεργούν. Τα ακραία και συνεχόμενα φαινόμενα που φέρνει η κλιματική αλλαγή, καθώς και το γεγονός ότι έχουμε νέες ποικιλίες και καλλιέργειες στη χώρα μας, απαιτούν ένα νέο Κανονισμό του ΕΛΓΑ.

Δυστυχώς, οι συσκέψεις σε Δήμους και Περιφέρεια αλλά και οι δηλώσεις αυτοδιοικητικών και βουλευτών, ενώ κατανοούν το μέγεθος του προβλήματος, τονίζουν ότι δεν αποζημιώνεται η ελαιοκαλλιέργεια, γιατί βρίσκεται στο στάδιο της ανθοφορίας και του δεσίματος. Οι παραγωγοί, όμως, δεν επιθυμούν διαπιστώσεις, αλλά συγκεκριμένες πράξεις και ενέργειες. Νομοθετική ρύθμιση ζητούν, λοιπόν, με αλλαγή του κανονισμού του ΕΛΓΑ και, μάλιστα, με αναδρομική ισχύ, για να συμπεριληφθεί ο πρόσφατος καύσωνας. Όλες οι άλλες προτάσεις και σκέψεις, όπως το Ταμείο Ενισχύσεων Ήσσονος σημασίας (de minimis) ή το Πρόγραμμα Κρατικών Οικονομικών Ενισχύσεων (ΚΟΕ), δε λύνουν το πρόβλημα, είναι κοροϊδία όσοι το επικαλούνται. Γιατί, αφενός, το de minimis έχει σχεδόν εξαντλήσει τους πόρους του και, αφετέρου, όσον αφορά στο πρόγραμμα ΚΟΕ, είναι χρονοβόρο με πολλά προαπαιτούμενα και προϋποθέσεις (αρνητική εμπειρία των παραγωγών από προηγούμενες περιπτώσεις-πληρωμή του προγράμματος, σε βάθος πενταετίας).

Μονόδρομος, λοιπόν, είναι η συστράτευση με κινητοποίηση όσων εξέφρασαν την αγωνία τους, βουλευτές του νομού, περιφερειάρχης, δήμαρχοι, Συνεταιρισμοί, αυτοδιοικητικοί, Επιμελητήρια, και να απαιτήσουν από την κυβέρνηση την αλλαγή του κανονισμού του ΕΛΓΑ και τη διασφάλιση του αγροτικού εισοδήματος των ελαιοπαραγωγών.

Τώρα αλλαγή του κανονισμού του ΕΛΓΑ.

Του Παναγιώτη Αλευρά
Γεωπόνου, πρώην αντιπεριφερειάρχη Μεσσηνίας

Υ.Γ. Ενώ ο ΕΛΓΑ καλύπτει μόνο την ηρτημένη παραγωγή, δηλαδή τον καρπό και όχι το άνθος, παράλληλα υλοποιεί προγράμματα ΚΟΕ που αποσκοπούν στην κάλυψη λοιπών αιτιών που αφορούν στο φυτικό κεφάλαιο και την απώλεια παραγωγής, με βασική προϋπόθεση η παραγωγή της χρονιάς να είναι μειωμένη κατά 30% τουλάχιστον σε σχέση με το μέσο όρο της τελευταίας 3ετίας.