Δεν υπάρχει λάδι, δεν υπάρχουν όμως και τιμές

Δεν υπάρχει λάδι,  δεν υπάρχουν όμως και τιμές

Αδικαιολόγητα συγκρατημένη εμφανίζεται η ελληνική αγορά του ελαιολάδου με την έναρξη της νέας εμπορικής περιόδου, αφού, παρά το γεγονός πως η μείωση στην ελληνική παραγωγή σε ορισμένες περιοχές ξεπερνά το 50%, οι τιμές που προσφέρει το ιδιωτικό εμπόριο δεν είναι αυτές που δικαιούνται να απολαύσουν οι παραγωγοί.
Ο Βασίλης Ζαμπούνης γράφει στην ιστοσελίδα olivenews.gr: «Τα μηνύματα που έρχονται από τις περισσότερες περιοχές της χώρας επιβεβαιώνουν ότι η 2013/14 θα είναι μια από τις χειρότερες των τελευταίων δεκαετιών, τόσο από άποψη ποσότητας όσο και από άποψη ποιότητας. Όπως έχουμε ξαναγράψει, θα είναι το αντίστροφο της περυσινής, η οποία ήταν μια χρυσή ευκαιρία, μόνο που τη χαραμίσαμε πουλώντας τις άφθονες ποσότητες και καλές ποιότητες που είχαμε, σε Ισπανούς και Ιταλούς, αντί πινακίου φακής. Και ορισμένοι καμαρώνουν κιόλας, γιατί (λέει) είχαν αυξηθεί οι εξαγωγές μας (χύμα)…
 
Οι πρώτες κινήσεις για τα φρέσκα λάδια
Η ποικιλία μαυρολίσιο στην περιοχή των Γαργαλιάνων, έχοντας ξεκινήσει από το 2,60, τώρα κινείται με τιμές 2,40-2,45, ενώ οι αντίστοιχες περυσινές ήταν κατά 0,15-0,20 ευρώ/κιλό υψηλότερες. Πολλοί αναρωτιούνται γιατί συμβαίνει αυτό το “παράδοξο” σε μια χρονιά που η παραγωγή είναι τόσο πολύ μειωμένη.
Στην Κρήτη, η Σητεία προσφέρει περυσινά λάδια στα 2,85 ευρώ, αλλά αγοραστές δεν υπάρχουν. Σε Ηράκλειο και Χανιά, παρά το ότι οι τιμές κινούνται χαμηλότερα στα 2,50 περίπου ευρώ (βυτίο, περυσινά), ωστόσο οι συναλλαγές είναι ελάχιστες. Τα λαμπάντε, παρά τη μεγάλη έλλειψη, προσφέρονται (Κέρκυρα, Λέσβο) σε τιμές 1,90-2,0 ευρώ. Όμως και το βιολογικό έχει υποχωρήσει στα 3 ευρώ/κιλό.
 
Τι τρέχει;
Έχουμε, λοιπόν, το παράδοξο φαινόμενο “δεν υπάρχει λάδι, δεν υπάρχουν όμως και τιμές”. Κανείς δεν μπορεί να γίνει μάντης και να προβλέψει πώς θα εξελιχθούν οι επόμενοι μήνες. Να πει, παραδείγματος χάριν, αν ο Α.Σ. Αγίων Αποστόλων έκανε καλά που δεν αποδέχθηκε την προχθεσινή δημοπρασία στα 2,65, προσδοκώντας καλύτερες τιμές αργότερα το χειμώνα. Αυτό, όμως, που μπορούμε να κάνουμε σήμερα είναι να δούμε τη συνολική εικόνα της παραγωγικής Μεσογείου, να συνθέσουμε όλα τα δεδομένα και να θυμηθούμε τα όσα γράφουμε εδώ και αρκετούς μήνες.
Από τον Ιούλιο γνωρίζουμε ότι η Ισπανία θα φθάσει το 1,2 εκ. τόνους εξισορροπώντας τις μειωμένες παραγωγές των υπόλοιπων χωρών. Γνωρίζουμε, επίσης, ότι στην Ελλάδα επέρχεται μια καταστροφική χρονιά σημαντικά μειωμένη σε σύγκριση με τη φετινή, ίσως και στο ήμισυ.
Κάπου εκεί, τέλη Ιουλίου, έρχονται το διεθνούς φήμης και αξιοπιστίας γερμανικό περιοδικό Oil World και το πρακτορείο ειδήσεων Bloomberg να ταράξουν τα νερά. Προβλέπουν ότι μέσα στο καλοκαίρι οι τιμές θα ανέβουν (It is possible that olive oil prices will recover during the remainder of the season).
To κακό είναι ότι αυτές οι αισιόδοξες προβλέψεις των Oilworld και Bloomberg παπαγαλίζονται και στα ελληνικά μέσα ενημέρωσης.
 
Ανοδικό ξέσπασμα;
Ο πιο ουσιαστικός και πρακτικός λόγος αυτής της σημερινής μου παρέμβασης είναι γιατί το Bloomberg μπήκε και στα χωρικά ύδατα των τιμών με την πρόβλεψη “Είναι πιθανό ότι οι τιμές του ελαιολάδου θα ανακάμψουν κατά τη διάρκεια του υπόλοιπου της εμπορικής περιόδου, εξ αιτίας ενός στριμώγματος της προσφοράς πριν έρθει η ανακούφιση από τη συγκομιδή της νέας εσοδείας”. Έστω. Αυτό το όχι πολύ πιθανό αλλά και αδύνατο να αποκλειστεί σενάριο, στην Ελλάδα εμφανίστηκε (επικαλούμενο μάλιστα το Oil World) σαν μίνι ανοδικό ξέσπασμα που είναι πολύ πιθανό να κάνουν οι τιμές. Κάτω από τον τίτλο έρχονται καλύτερες ημέρες για τις τιμές, για μια ακόμη φορά καλλιεργούνται οι ίδιες επικίνδυνες και μάλλον αβάσιμες ελπίδες.
 
Γιατί αβάσιμες;
Επειδή τα ισοζύγια προσφοράς-ζήτησης, τόσο για τους επόμενους μήνες μέχρι να μπουν στην αγορά τα φρέσκα λάδια, όσο και για την 2013/14 στη Μεσόγειο συνολικά, θα είναι ισορροπημένα, δεν προκύπτει να είναι ελλειμματικά, συνεπώς άνοδος των τιμών δε δικαιολογείται. Στην Ισπανία υπήρχαν την 30ή Ιουνίου αποθέματα 600 χιλ. τόνων και οι πωλήσεις (εσωτερική αγορά συν εξαγωγές) κυμαίνονται μηνιαίως στους 85-100 χιλ. τόνους. Άρα τα αποθέματα επαρκούν άνετα έως να αρχίσουν να παράγουν τα ελαιοτριβεία την επόμενη εσοδεία.
Αυτή η καλλιέργεια ευχάριστων ειδήσεων για άνοδο των τιμών επαναλαμβάνεται συχνά. Πηγές είναι συνήθως κάποια μέσα ενημέρωσης ή αγροτοσυνδικαλιστές που θέλουν να καλοπιάνουν το ακροατήριό τους. Αν οι προβλέψεις τους δεν επαληθευτούν, τότε ελάχιστοι θα το θυμούνται και τότε μπορούν να επιστρατευθούν και άλλες ερμηνείες, όπως, παραδείγματος χάριν, ότι οι (δήθεν) αθρόες εισαγωγές και ελληνοποιήσεις έριξαν τις τιμές. Αυτού του είδους οι (υπέρ) αισιόδοξες προβλέψεις ωφελούν: α) τους μεγάλους εμπορικούς οίκους Ιταλίας και Ισπανίας που έχουν στοκάρει προϊόν και περιμένουν μια άνοδο τιμών για εύκολα κέρδη και β) εταιρείες τυποποίησης με κυρίαρχη θέση στα ράφια των σούπερ μάρκετ (και πολλούς κωδικούς). Για τους ελαιοπαραγωγούς κανονικά θα έπρεπε να ισχύει ο ίσιος δρόμος, χωρίς σπέκουλες και απότομα σκαμπανεβάσματα.
Μάλιστα, την ίδια εποχή η εικόνα θολώνει ακόμα περισσότερο από κάποιους “επιστημονικούς συμβούλους” που έρχονται να αμφισβητήσουν τη μείωση τους καταναλωτές λόγω της οικονομικής κρίσης, αμφισβητούν δηλαδή τα προφανή και τα αυτονόητα.
 
Αύριο, για πού πάμε;
Όπως γράψαμε και παραπάνω, κανείς δεν είναι μάντης. Από εδώ και η παροιμία “κάντε με μάντη να σε κάνω πλούσιο”. Για αυτό, άλλωστε, και η γνώση και η σωστή πληροφόρηση, κανονικά πρέπει να κοστίζουν. Αλλιώς, τη μία μέρα θα μπορούσαμε να παπαγαλίζουμε για εκτόξευση τιμών και την άλλη μέρα να φωτογραφίζουμε – σαν να μη συμβαίνει τίποτα – ότι οι τιμές έχουν πέσει κατά 20-30 σέντς, και ούτε γάτα ούτε ζημιά. Για εμάς, γιατί αν τυχόν και κάποιος πήρε μετρητοίς και ακολούθησε τις προβλέψεις μας θα βρίσκεται σήμερα φορτωμένος με λάδια, ίσως ποιοτικά υποβαθμισμένα λόγω καλοκαιριού, και σίγουρα αρκετά πιο κάτω από τις καλοκαιρινές τιμές.
Πάμε, λοιπόν, για ένα χειμώνα όπου συνδυάζονται: η χαμηλότερη παραγωγή των τελευταίων δεκαετιών με πολλά ποιοτικά προβλήματα, η δυσκολία να βρει ένας παραγωγός εργάτες για τη συγκομιδή λόγω του εργόσημου, η ακαλλιεργησία λόγω απογοητευτικών τιμών, που θα επηρεάσει όμως την παραγωγή της επόμενης χρονιάς 2014/15, οι τιμές που κρατά χαμηλά η υψηλή ισπανική παραγωγή, το περιορισμένο ιταλικό ενδιαφέρον (έλλειψη ρευστότητας, εξαγορά ιταλικών βιομηχανιών από SOS Cuetara/Deoleo, μεγάλη προσφορά από Ισπανία), η μειωμένη καταναλωτική ζήτηση λόγω οικονομικής κρίσης στον Ευρωπαϊκό Νότο και πολιτικής αστάθειας σε Βόρεια Αφρική, Μέση Ανατολή), η ασφυξία ρευστότητας των επιχειρήσεων τυποποίησης και εξαγωγών, η αυξημένη φορολόγηση κάθε κινητού και ακίνητου, η απραξία της πλειοψηφίας των συνεταιρισμών, με ανοιχτές τις εκκρεμότητες της “κακής” ΑΤΕ και του Ν. 4015. Ίσως βρεθούμε μπροστά και σε άλλες παρενέργειες των παραπάνω, για τις οποίες θα επανέλθουμε σύντομα.
Πάντως, σαν τελευταίο προσωπικό σχόλιο, θα έκλεινα λέγοντας ότι αυτή η ρεαλιστική εικόνα απαισιοδοξίας θα πρέπει να δώσει τη θέση της σε μια αισιόδοξη βούληση, σε μια γενική αφύπνιση αντιμετώπισης των βαθύτερων προβλημάτων. Διαφορετικά, κινδυνεύουμε σε λίγα χρόνια να καλλιεργούμε στην Ελλάδα γκότζι μπέρι και ιπποφαές, αλλά να εισάγουμε ελιές και λάδι».

Επιμέλεια: Αντώνης Πετρόγιαννης