Μετανιωμένοι, αλλά όχι συνειδητοποιημένοι οι δύο 18χρονοι (φωτογραφίες)


Τους σκότωσαν και ο ένας έκανε εμετό, κι ο άλλος τους ζήταγε συγγνώμη

«Με παρέσυρε στον κόσμο των αναβολικών»

*Δείτε εδώ βίντεο και φωτογραφίες από το χθεσινό  χρονικό της προσαγωγής τους στο Δικαστικό Μέγαρο Καλαμάτας 

Της Βίκυς Βετουλάκη
Κατηγορηματικά αρνητικοί ότι είχαν προμελετήσει το διπλό έγκλημα, δηλώνοντας μετανιωμένοι και ζητώντας συγχώρεση, αλλά χωρίς ακόμα να έχουν συνειδητοποιήσει απόλυτα τι έκαναν, εμφανίσθηκαν χθες το πρωί ενώπιον της Ανακρίτριας Καλαμάτας, οι δύο 18χρονοι, που συνελήφθησαν για τη δολοφονία του 26χρονου Κ. Σγούρου και του 25χρονου Γ. Κομμάτη.
Κάτω από δρακόντεια μέτρα ασφαλείας και με δεκάδες συγγενείς και φίλους του Κ. Σγούρου, έξω από τα δικαστήρια να φωνάζουν κατά τους, οι δύο 18χρονοι, παρουσίασαν στην Ανακρίτρια, τι έγινε τη μοιραία νύχτα, χωρίς στην ουσία να αλλάζουν βασικά στοιχεία από τις απολογίες τους στην Ασφάλεια Καλαμάτας, όταν συνελήφθησαν.
Με σύμφωνη γνώμη Ανακριτή και Εισαγγελέα, οι δύο 18χρονοι, όπως ήταν αναμενόμενο, προφυλακίσθηκαν και θα πάρουν το δρόμο για τις φυλακές Αυλώνος (Ειδικό Κατάστημα Κράτησης Νέων), μέχρι την εκδίκαση της υπόθεσης από το Μεικτό Ορκωτό Δικαστήριο.
Ο 18χρονος καλαματιανός, περιέγραψε αναλυτικά τη στιγμή που σήκωσε το όπλο και άρχισε να πυροβολεί τους δύο νεαρούς, αναλαμβάνοντας την ευθύνη:
«Δεν αρκεί να πω ότι μετάνιωσα, που το έχω κάνει, αλλά δεν μπορώ να γυρίσω τα πράγματα πίσω και δεν αρκεί να ζητάω συγγνώμη από τις οικογένειες των θυμάτων, αλλά πραγματικά είμαι συντετριμμένος».
Ο 18χρονος από το Κάμπο, δε δέχεται τη συναυτουργία στην ανθρωποκτονία, θεωρώντας ότι η συμμετοχή του περιορίζεται στην ανθρωποκτονίας εξ αμελείας, ή στη χειρότερη περίπτωση στην απλή συνέργεια: «Δεν είμαι ούτε δολοφόνος, ούτε αδίστακτος κακοποιός, αλλά ένας σοκαρισμένος, φοβισμένος, ανώριμος και άμυαλος νέος 18 ετών, ο οποίος βρέθηκε μπροστά σε μια πρωτοφανή γι’ αυτόν κατάσταση που ούτε προέβλεψε, ούτε μπορούσε να διαχειριστεί.
Δηλώνω ότι αρνούμαι τις κατηγορίες, όπως μου αποδίδονται, όχι επειδή δήθεν είμαι κάποιος αμετανόητος και σκληρός εγκληματίας, αφού έχω μετανοήσει ειλικρινά, αποδοκιμάζω αυτό που συνέβη και ντρέπομαι για τη δοκιμασία, στην οποία έχω υποβάλει τις οικογένειες των θυμάτων, αλλά και τη δική μου οικογένεια». 

Εντάσεις και φωνές
Από νωρίς το πρωί έξω από το Δικαστικό Μέγαρο Καλαμάτας, συγκεντρώθηκαν συγγενείς και φίλοι του Κώστα Σγούρου, με επικεφαλής τα δύο αδέλφια του και την αρραβωνιαστικιά του, φωνάζοντας κατά των δραστών.
Ισχυρή αστυνομική δύναμη υπήρχε τόσο στην κεντρική είσοδο του Μεγάρου, από την οδό Ψαρών, όσο και στην είσοδο του υπόγειου γκαράζ του κτηρίου, απ’ όπου υποτίθεται θα έμπαζαν τους δράστες.
Ελάχιστα μετά τις 10.30, προσχεδιασμένα, αλλά αιφνιδιαστικά, τζιπ της Αστυνομίας, με ένοπλους προσήγαγε με αστραπιαίες κινήσεις πρώτα τον 18χρονο Καλαματιανό και λίγο μετά τον δεύτερο 18χρονο δράστη και ξεκίνησαν οι απολογίες τους στην Ανακρίτρια. Και οι δύο έφθασαν στο γραφείο της Ανακρίτριας, φορώντας αλεξίσφαιρα γιλέκα.
Μάλιστα, από τη στιγμή που οι συγγενείς του Κ. Σγούρου, κατάλαβαν το τι έγινε, δημιουργήθηκαν στιγμιαίες εντάσεις με ορισμένους εξ αυτών να ζητούν να μπουν μέσα στο κτήριο, κάτι που φυσικά δεν επετράπη.
Λίγο πριν τις 3 μετά το μεσημέρι, είχαν ολοκληρωθεί οι απολογίες και των δύο και εκδόθηκε η απόφαση για την προφυλάκισή τους.

«Φοβήθηκα και πυροβόλησα»
Όπως επανέλαβε ο 18χρονος από την Καλαμάτα, το μοιραίο εκείνο βράδυ, βρισκόταν μαζί με το φίλο του στον Κάμπο, όταν τηλεφώνησε ο Κ. Σγούρος και έκλεισαν ραντεβού να συναντηθούν για αναβολικά.
«Επειδή ο Κώστας Σγούρος ζήτησε από τον Π. (ο έτερος 18χρονος) να συναντηθούν εκτός Καλαμάτας και αυτός φοβόταν, πήρε μαζί του και την καραμπίνα», σημείωσε, προσθέτοντας πως σε προηγούμενες συζητήσεις το θύμα τούς είχε πει ότι είχε δύο πιστόλια.
Κατά την πρώτη συνάντηση στο Πάρκο του Αλμυρού, ο 18χρονος περιγράφει ότι αυτός έμεινε στο αυτοκίνητο, αλλά αντιλήφθηκε ένταση μεταξύ του φίλου του και των δύο θυμάτων. Όταν επέστρεψε του είπε ότι δεν του είχε φέρει τα αναβολικά και ξεκίνησαν να επιστρέψουν στον Κάμπο.
«Όταν φτάσαμε στη διασταύρωση για Σωτηριάνικα, τηλεφώνησε ο Κώστας στον Π., και του είπε ότι θέλει να δει κάποιο αυτοκίνητο, για το οποίο είχαν μιλήσει. Ο Π. αγχώθηκε γιατί είχε πει ψέματα και δεν υπήρχε αυτοκίνητο και τους έκλεισε ραντεβού στη γέφυρα στην Κοσκάραγα. Όταν ήρθαν δημιουργήθηκε πάλι ένταση μεταξύ τους, ότι τους είχε κουβαλήσει τσάμπα. Τότε ο Π. είπε στον Κώστα ότι το αυτοκίνητο είναι στα Αλτομιρά και ξεκινήσαμε, εμείς με το αυτοκίνητο μπροστά και οι άλλοι δύο με τη μηχανή του Κώστα ακολουθούσαν. Ο χωματόδρομος ήταν πολύ άσχημος και κάποια στιγμή κόλλησαν και κατέβηκε ο Π. και τους έσπρωξε με τα χέρια. Όπως πηγαίναμε, επειδή ήμασταν πολύ φοβισμένοι, ο Π. μου είπε ότι αν χρειαστεί θα πυροβολήσουμε, όμως φοβόταν να πυροβολήσει και δεν ήταν σίγουρος αν μπορούσε και μου είπε αν χρειαστεί να πυροβολήσω εγώ.
Λίγο μετά ξανακόλλησε το μηχανάκι και όταν πλησίασε ο Π., ο Κώστας τον έπιασε από το σβέρκο και τον έβαλε ανάμεσα σε αυτόν και τον φίλο του, για να πάνε εκεί που υποτίθεται ότι ήταν το αυτοκίνητο με τα πόδια. Μόλις είδα αυτή τη σκηνή, φοβήθηκα για το φίλο μου και για μένα και βγήκα από το αυτοκίνητο και τους ακολουθούσα γρήγορα. Ο Π. με άκουσε, γύρισε, με είδε και τους ξέφυγε προς την άκρη και τότε εγώ πυροβόλησα. Ήμασταν φοβισμένοι και τρέμαμε, ενώ ο Π. έκανε εμετό», περιέγραψε.
Μετά περιέγραψε ότι αυτός πήρε το μηχανάκι των θυμάτων και το κατέβασε στον κεντρικό δρόμο, στη διασταύρωση με Σωτηριάνικα, μπήκε στο αυτοκίνητο και στο Οροβιανό γεφύρι πέταξαν τα άψυχα σώματα.
Ακολούθως, επέστρεψαν προς Καλαμάτα, πήρε το μηχανάκι από τη διασταύρωση και το άφησε στον αύλειο χώρο ξενοδοχείου με τα κλειδιά στη μίζα.
Περιέγραψε πού πέταξαν τα πράγματα των θυμάτων και τα λερωμένα ρούχα τους και πως στο τσαντάκι των θυμάτων υπήρχε ένα μαχαίρι και ένα κλομπ.

«Με παρέσυρε…»
Ο 18χρονος από τον Κάμπο, στο απολογητικό του υπόμνημα, αρνείται την κατηγορία της ανθρωποκτονίας εκ προθέσεως κατά συναυτουργία, παράνομη οπλοφορία και οπλοχρησία, αναγνωρίζοντας μόνο την απλή συνέργεια.
Σε αυτό εκτός από την οδύνη του για το θάνατο των δύο, ζητά συγγνώμη για την απερίσκεπτη συμπεριφορά του και δηλώνει πως «δεν είναι ούτε δολοφόνος, ούτε αδίστακτος κακοποιός, αλλά ένας σοκαρισμένος, φοβισμένος, ανώριμος και άμυαλος νέος 18 ετών, ο οποίος βρέθηκε μπροστά σε μια πρωτοφανή γι’ αυτόν κατάσταση που ούτε προέβλεψε ούτε μπορούσε να διαχειριστεί».
Ιδιαίτερα τονίζει ότι αυτός δεν πυροβόλησε κανένα, ούτε είπε στο φίλο του να πυροβολήσει τα θύματα.
Παρουσιάζοντας την πορεία του, αναφέρει ότι ανά τετράμηνο, έπαιρνε υποτροφία από το Αλεξανδράκειο Κληροδότημα Καλαμάτας, ύψους 1000 ευρώ και από εκεί προέρχονταν και τα χρήματα που είχε δώσει στον Κ. Σγούρο.
Περιγράφει ότι γνώρισε πριν 1 χρόνο το θύμα σε γυμναστήριο της Καλαμάτας, ως γυμναστή που προετοιμάζει νέους για αγώνες body building και ότι εμπορεύεται αναβολικά στεροειδή.
Τα πρώτα μάλιστα, όπως είπε, του τα έδωσε δοκιμαστικά, χωρίς αμοιβή, ενώ τον καθησύχασε για τη χρήση τους σε σχέση με την υγεία του.
«Εκείνο που δεν μου είπε, αλλά το καταλαβαίνω σήμερα, ήταν ότι με ενέταξε σε μια ομάδα νέων, τους οποίους είχε παρασύρει στον κόσμο των αναβολικών με το δέλεαρ της δημιουργίας ενός ωραίου σώματος και της κατάκτησης διακρίσεων, αλλά στην ουσία τους είχε καταστήσει έρμαιο των ουσιών και σε τελική ανάλυση υποχείρια του ιδίου, διότι μόνον από αυτόν μπορούσαν να τις προμηθευτούν και αυτός καθόριζε ποιες ουσίες, με ποιο συνδυασμό και σε ποιες δοσολογίες έπρεπε να λαμβάνονται. Ο Σγούρος εκμεταλλευόταν τη ματαιοδοξία και τις επιθυμίες των νέων, για να κερδίζει χρήματα από τη διακίνηση των ουσιών, αλλά και την προώθηση των ίδιων των αθλητών στους διαγωνισμούς, όπου διακυβεύονται οικονομικά συμφέροντα λόγω των επάθλων και των χορηγών εταιριών που παρασκευάζουν τα αναβολικά».
Ακολούθως, αναφέρει ότι πριν από 4 μήνες αγόρασε αναβολικά και του έδωσε 350 ευρώ: «Και το δικό μου σώμα άρχισε να αλλάζει υπό την επίδραση αυτών των ουσιών, καθότι δεν ήταν πια ένα παιδικό λεπτοκαμωμένο σώμα, όπως άλλων συνομηλίκων μου, αλλά άρχισε να φουσκώνει και να γίνεται έντονα μυώδες και πιο δυνατό. Εγώ ήμουν κυριολεκτικά μαγεμένος μπροστά στις προοπτικές που φανταζόμουν ότι ανοίγονταν μπροστά μου μέσα από αυτό τον άνθρωπο». 

«Θα ρίξεις ή θα ρίξω;»
Ο 18χρονος από τον Κάμπο περιέγραψε ότι αισθανόταν δέος για τον Κ. Σγούρο και πως για να τον εντυπωσιάσει του είχε πει πως μπορούσε να του βρει ένα κλεμμένο αυτοκίνητο.
Πριν 1,5 μήνα, ο 18χρονος από την υποτροφία έδωσε στο θύμα τα 800 ευρώ για να του εξασφαλίσει πλέον ενέσιμα αναβολικά, που θα είχαν «ταχύτατα αποτελέσματα».
Τα αναβολικά όμως δεν του τα έφερνε και το μοιραίο βράδυ, με την πρόφαση ότι είχε βρει ένα κλεμμένο AUDI S3 μαύρο, ζήτησε να συναντηθούν, για να τον πιέσει να του φέρει τα αναβολικά.
Ζήτησε από το φίλο του να πάει μαζί και σημειώνει: «Μέσα στη νεανική αφέλεια και απερισκεψία μας πήραμε και μια καραμπίνα από την αποθήκη, όχι βέβαια για να σκοτώσουμε, αλλά απλώς και μόνο για εκφοβισμό, αν προέκυπτε ότι ο Σγούρος οπλοφορούσε». 
Στη συνέχεια, περιέγραψε τα γεγονότα, όπως και ο συγκατηγορούμενός του, αλλά με κάποιες άλλες λεπτομέρειες:
«Προτού κατέβω από το αυτοκίνητο, εγώ και ο Ν. είχαμε ήδη πανικοβληθεί, διότι κλεμμένο αυτοκίνητο δεν υπήρχε να τους δείξω και ήταν φανερό ότι το όλο αστείο έφτανε στο τέλος του. Ο Ν., αναλογιζόμενος ότι αυτοί οι δύο θηριώδεις άνδρες θα μπορούσαν να μας διαλύσουν και τους δύο με τα χέρια τους μόνο, με ρώτησε «αν γίνει κάτι, θα ρίξεις ή θα ρίξω;».
Εγώ του είπα ότι δεν μπορώ να ρίξω, αφού δεν μπορούσα καν να κρατήσω την καραμπίνα στα χέρια μου, και εκείνος μου είπε εντάξει. Το νόημα αυτής της στιχομυθίας δεν ήταν να σκοτώσουμε τους ανθρώπους, αλλά να πυροβολήσει ο Νίκος εκφοβιστικά στον αέρα, σε περίπτωση που ο Σγούρος και ο φίλος του αντιδρούσαν βίαια», ενώ μετά τους πυροβολισμούς, αναφέρει:
«Έπεσα στο έδαφος, γιατί ζαλιζόμουν και δεν μπορούσα να σταθώ στα πόδια μου, και έκανα εμετό. Κοίταξα το Ν. και τον είδα και αυτόν εντελώς χαμένο και πανικόβλητο να απευθύνεται σε αυτούς που είχε πυροβολήσει και να τους λέει «συγγνώμη βρε φίλε».