Το… κολαστήριο της πλατείας Υπαπαντής


Δεκάδες οι καταγγελίες προς τους αρμοδίους, αλλά δεν ιδρώνει το αφτί κανενός
Η πλατεία Υπαπαντής και ο ευρύτερος χώρος είναι σαν τον Ιανό. Έχει δύο πρόσωπα. Το πρωί είναι μια ήσυχη περιοχή, οι περισσότεροι κάτοικοι βρίσκονται στις δουλειές τους, κάποιοι πιστοί περνάνε από την εκκλησία για τη δική τους προσευχή, ο χώρος είναι γεμάτος παρκαρισμένα αυτοκίνητα. Μια τυπική εικόνα, θα λέγαμε, μιας μεγάλης γειτονιάς.
Το βράδυ, όμως, γύρω στα μεσάνυχτα, η πλατεία μετατρέπεται σε κολαστήριο για τους διαμένοντες εκεί. Ο λόγος είναι απλός. Ομάδες νεαρών (αγοριών και κοριτσιών) λυμαίνονται τα τελευταία χρόνια τους χώρους της, θορυβούν πέρα από κάθε όριο λογικής, προβαίνουν σε προπηλακισμούς κατοίκων, όσων βρίσκουν το θάρρος να βγουν από τα σπίτια τους και να διαμαρτυρηθούν για την κατάσταση, προκαλούν καταστροφές, αλλά και χυδαιολογούν.
Το δυστύχημα είναι ότι όλα αυτά είναι γνωστά στο δήμαρχο Π. Νίκα, την Αστυνομική Διεύθυνση Μεσσηνίας, τον αρμόδιο εισαγγελέα, εδώ και πολλούς μήνες. Πέρυσι, μάλιστα, οι κάτοικοι συγκέντρωσαν μεγάλο αριθμό υπογραφών και με σχετικό κείμενο δημοσιοποίησαν το θέμα προς όλους τους υπευθύνους. Αποτέλεσμα; Εκτός από κάποια περιοδικά διαλείμματα, η κατάσταση δεν έχει αλλάξει στο παραμικρό.
Προχθές, με αφορμή σχετικό σχόλιο στην εφημερίδα μας πριν από ημέρες, δεχτήκαμε τηλεφώνημα από κάτοικο της περιοχής. Η περιγραφή της κατάστασης που βιώνει η ίδια και δεκάδες άλλοι δημότες έδινε έναν τόνο απελπισίας στη φωνή της. Περισσότερο με κραυγή έμοιαζε, παρά με προσπάθεια να μας ευαισθητοποιήσει ακόμα περισσότερο για τα βράδια που μένει άυπνη εξαιτίας των νεαρών.
Μια πρώτη προσέγγιση του θέματος είναι η τραγική έλλειψη παιδείας που μαστίζει και την περιοχή μας. Κι αυτό φαίνεται όχι μόνο από τα όσα συμβαίνουν στην πλατεία Υπαπαντής, αλλά σε κάθε έκφραση της καθημερινότητάς μας. Από τον τρόπο που οδηγούμε μέχρι την «καλημέρα» που δε λέμε στο γείτονα.
Από την άλλη, υπάρχουν αρκετοί που έχουν την άποψη ότι στο νέο δεν μπορείς να πεις και πολλά πράγματα. Στην ηλικία αυτή θεωρείς ότι όλος ο κόσμος σού ανήκει. Πώς να πείσεις το ατίθασο, απείθαρχο είναι του, το πάθος για ξεχωριστή ζωή; Ότι το πάθος τούτο είναι πολλές φορές μοιραίο; Ένα απελπισμένο «πρόσεχε» κατά καιρούς από το γονιό δεν πιάνει τόπο.
Όμως, η πραγματικότητα δεν έχει χρόνο για συλλογισμούς και αναλύσεις. Επιστρέφοντας στη συνομιλήτριά μας, μας μίλησε για εικόνες κόλασης, χωρίς κανένας αρμόδιος και, κυρίως, η Αστυνομία να παίρνει κάποιο δραστικό μέτρο:
«Χωρίς υπερβολή, αν συνεχιστεί το φαινόμενο, θα χρειαστούμε πολύ σύντομα να καταφύγουμε σε ψυχίατρο. Μπορείτε να καταλάβετε τι σημαίνει να φτάνει η ώρα 5 το πρωί για να κοιμηθείς; Προχθές, μια ομάδα είκοσι περίπου ατόμων έβαλε στόχο το σπίτι που μένω. Επιτέθηκαν εναντίον μου με πέτρες, μπουκάλια και ό,τι άλλο μπορείτε να φανταστείτε. Επικοινώνησα με την Αστυνομία, ήρθε μια ομάδα από τη ΔΙΑΣ, αλλά μου είπαν ότι δεν μπορούν να κάνουν και πολλά πράγματα και ότι πρόκειται για μεμονωμένο περιστατικό.
Δεν μπορώ να καταλάβω τον τρόπο που προσεγγίζουν τα πράγματα. Όταν βλέπεις νεαρούς και νεαρές να καταναλώνουν ασύστολα αλκοόλ, κάποιοι να κάνουν χρήση ναρκωτικών, άλλοι να ερωτοτροπούν, για να μην πω τίποτα άλλο χειρότερο, στα σκαλιά του Δημοτικού Ωδείου, να πετάνε στουπιά αναμμένα στα σπίτια μας, να αναποδογυρίζουν αυτοκίνητα, δεν είναι όλα αυτά από μόνα τους ένα επικίνδυνο φαινόμενο; Εκτρέφουμε αυριανούς εγκληματίες και είναι δυνατό να μη νοιάζεται κανένας σ’ αυτή την πόλη; 
Πλέον, έχουμε χάσει κάθε εμπιστοσύνη σ’ αυτό που ονομάζεται κρατική έκφραση και πριν φτάσουμε στην αυτοδικία, σκεφτόμαστε να πληρώνουμε ιδιωτική ασφάλεια για να μας φυλάει…».
Στα παραπάνω έχει να απαντήσει κάποιος αρμόδιος;

Του Αντώνη Πετρόγιαννη