Παλιά Καλαμάτα: Τα καφενεία της κεντρικής μας πλατείας

Παλιά Καλαμάτα: Τα καφενεία της κεντρικής μας πλατείας

Συνεχίζεται η ξενάγηση στην παλιά Καλαμάτα, πάντα με το σκοπό να ξαναθυμούνται οι παλιοί και να μαθαίνουν οι νέοι μας.

Τα καφενεία, που είναι και το σημερινό μας θέμα, υπήρξαν πολύ διαδεδομένα στην πόλη μας. Σήμερα θ’ ασχοληθούμε με τα μεγάλα από αυτά, που κάποτε πλαισίωναν την κεντρική πλατεία μας, Βασιλέως Γεωργίου.


Στο βορινό σημείο της πλατείας ήταν κάποτε το καφενείο του Τζαννή. Απ’ αυτό είχε πάρει και το όνομα η πλατεία. Μετέπειτα το πήρε ο Γ. Κατσαρός και σήμερα εκεί είναι το κατάστημα τηλεφωνίας WIND.


Το 1930 έγινε το κεντρικό καφενείο «Τριανόν». Το έφτιαξε ο Παν. Αντωνόπουλος που είχε έρθει από την Αμερική μαζί με τη γυναίκα του Ευγενία, το γένος Κουντούρη. Τα χρόνια εκείνα γνώρισε μεγάλες δόξες αυτό το καφενείο – ζαχαροπλαστείο. Εκεί σύχναζε η ελίτ της Καλαμάτας. Ιδίως τις Κυριακές δεν έβρισκες καρέκλα να καθίσεις. Εκεί πρωτοσερβιρίστηκαν οι γρανίτες από χυμούς με γεύσεις λεμόνι, πορτοκάλι, βύσσινου και τα υπέροχα παγωτά με γεύση μπανάνας, σοκολάτας και φιστικιού.


Είναι γνωστό στους παλιούς Καλαματιανούς ότι ο έξυπνος αυτός επιχειρηματίας έφτιαξε και τον κινηματογράφο «Τριανόν».
Λίγο πιο κάτω στο κέντρο της πλατείας ήταν το καφενείο «Μούστου». Είχε φτιαχτεί κάτω από το αρχοντικό σπίτι του πλούσιου καπνεμπόρου Γεωργίου Λυκ. Σκιά. Ήταν σε τρεις δρόμους: Λεωφ. Σιδηρ. Σταθμού – Μητροπέτροβα και πλατείας. Δημιουργοί του καφενείου ήταν οι: Καζανάς και Τουρλόπουλος, γαμπρός και κουνιάδος, γιατί ο Τουρλόπουλος είχε παντρευτεί την αδελφή του Καζανά. Το όνομα του «Μούστου» το είχε πάρει από την ταβέρνα που διατηρούσαν πίσω από το ιερό του Αγίου Νικολάου, με το όνομα «Ταβέρνα ο Μούστος».


Το καφενείο αυτό διέγραψε μεγάλη ιστορία, γιατί διατηρήθηκε πάνω από 80 χρόνια, ενώ εκεί σύχναζαν όλοι οι συνταξιούχοι, στρατιωτικοί – εκπαιδευτικοί – δικαστικοί – του Δημοσίου και ένα πλήθος άλλων εμπόρων και επιτυχημένων επιχειρηματιών της πόλης μας. Ήταν το «στέκι» και η ανάπαυλα της τρίτης και τέταρτης ηλικίας.
Εκεί σερβίρονταν: γνήσιος ελληνικός καφές, παραδοσιακά γλυκά κουταλιού και ουζάκι με μεζέδες σπιτικούς.


Η γνώμη του γράφοντος είναι ότι υπήρξε μεγάλο λάθος της παρούσας Δημοτικής Αρχής η μη διατήρηση του παραδοσιακού αυτού καφενείου, όπως συμβαίνει σε πολλές πόλεις της Ελλάδας, όπου και χρηματοδοτούνται από τους Δήμους.
Ακριβώς στην απέναντι γωνία, Μητροπέτροβα και πλατείας (σημερινό Goodys), άνοιξε το 1951 καφενείο ο ιδιοκτήτης Βασίλης Αντωνόπουλος. Το διατήρησε αρκετά χρόνια και μετά το έδωσε στον Βασίλη Χάτζο. Αυτός έβαλε και δύο μπιλιάρδα γαλλικού τύπου και εκεί παίζονταν διάφορα παιχνίδια που συνηθίζονται στα καφενεία, τάβλι, σκάκι, παιγνιόχαρτα κ.ά. Αυτό ήταν το «Παλλάς».


Λίγα χρόνια αργότερα έλαβαν το καφενείο ο Βασίλης Κουμουράς και ο Δημήτρης Γεωργόπουλος, οι οποίοι το κράτησαν για πολλές δεκαετίες.
Δίπλα ακριβώς, κάτω από το σπίτι του μεγαλοεργολάβου Παπαθεοδώρου, είχε ανοίξει καφενείο ο Παπουλάκος. Ένας ιδιόρρυθμος μεγάλος άνθρωπος, ο οποίος δε δεχόταν νεαρούς, παρά μόνον πελάτες μεγάλης ηλικίας.


Λίγο πιο κάτω, κάτω από το σπίτι του Κληρόπουλου, γωνία Ιατροπούλου και πλατείας, είχε ανοίξει καφενείο ο Σινάνης. Τότε υπήρχε η οδός Ιατροπούλου που ένωνε τη λεωφόρο σταθμού με την Αριστομένους.
Επόμενος ενοικιαστής του καφενείου ήταν ο Ηλίας Παρασκευόπουλος και σήμερα το γνωστό «Λωτός».


Αυτά ήταν τα καφενεία της κεντρικής μας πλατείας, όπου κάποτε – κυρίως τα καλοκαίρια – κάθονταν οι Καλαματιανοί απολαμβάνοντας τη δροσιά, το αναψυκτικό και ακόμα τις βόλτες των νέων, πάνω – κάτω.
Εκείνα τα χρόνια η πλατεία είχε ονομαστεί και… νυφοπάζαρο. Γιατί εκεί συναντιούνταν οι ματιές των νέων με τις νέες, γίνονταν οι γνωριμίες και μετά… ό,τι ήθελε προκύψει!


Σήμερα απ’ όλα αυτά δεν έχει μείνει σχεδόν τίποτα.
Τα καφενεία έχουν μετατραπεί σε καφετέριες και σε επισιτιστικά καταστήματα, μιας και τα γούστα των νέων έχουν διαφοροποιηθεί.


Τώρα δεν υπάρχουν βόλτες στην πλατεία και… νυφοπάζαρο! Οι γνωριμίες των νέων τώρα γίνονται στις καφετέριες και… ηλεκτρονικά, μέσω των κομπιούτερ.


Κι άλλες φορές έχει ειπωθεί από τις στήλες αυτές ότι η εξέλιξη και η πρόοδος είναι ποτάμι που δε γυρίζει  πίσω. Αρκεί να γίνεται για το καλό των ανθρώπων.

Για την ιστορία της πόλης: Βασίλης Ι. Μανιάτης