Αποχαιρετώντας τον Τάκη Κουτσομητόπουλο


Σκυμμένη πάνω από λευκά χαρτιά μια μέρα ολάκερη.
Από τη Δευτέρα το πρωί που άκουσα τη φωνή της Ισμήνης ραγισμένη, όσο ποτέ άλλοτε δεν την είχα ακούσει, κατάλαβα…
Ο Τάκης… νομίζω ότι ψιθύρισα…
Ναι, έφυγε χθες βράδυ…
Και η φωνή της έσπασε.
Πώς να αποχαιρετήσεις ένα συγγενή αγαπημένο, ένα φίλο αποδεδειγμένο, έναν άνθρωπο διαμάντι;
Κάπως έτσι, Τάκη, αποφάσισα να σου γράψω το στερνό τούτο γράμμα. Γιατί μέχρι να συνοδεύσουμε τη σορό σου, στην τελευταία σου κατοικία, δε νομίζω ότι θα συνειδητοποιήσω το χαμό σου.
Στην τελευταία σου κατοικία, στο έμπα του νεκροταφείου της πόλης που τόσο βαθιά αγαπούσες, της Καλαμάτας.
Τι κι αν έφυγες με την οικογένειά σου νωρίς για την Αθήνα; Δεν έπαψες ποτέ να διατηρείς ισχυρούς δεσμούς με την πόλη που λάτρευες.
Τα καλοκαίρια ήταν η όασή σου.
Μα και τους χειμώνες, της Υπαπαντής και το Πάσχα, πάλι εδώ βρισκόσασταν.
Απόδειξη ότι η Ισμήνη, η πολύτιμη σύντροφος της ζωής σου, αν και Κρητικιά, θαρρώ πως αισθάνεται περισσότερο Καλαματιανή.
Κράτησες εδώ την ακίνητη περιουσία σου, ώστε αυτό το δέσιμο να συνεχιστεί μέσα από τα παιδιά και τα εγγόνια σου.
Από τους λίγους γνώστες των παλιών οικογενειών της Καλαμάτας.
Το οικογενειακό αρχείο σου, τόσο επιμελημένα τακτοποιημένο, σε βοήθησε σε αυτό.
Τάκη, μόνο αγνώμονας δεν υπήρξες απέναντι στη ζωή.
Ήξερες καλά πόσο τυχερός ήσουν.
Με μια καταπληκτική σύντροφο, την Ισμήνη, μαζί από πολύ νωρίς, ήσασταν σχεδόν σαν ένας άνθρωπος.
Με παιδιά καταπληκτικά και εγγόνια πολυαγαπημένα.
Πήρες τόση αγάπη, όση απλόχερα ήξερες να δίνεις.
Λένε πως ο άνθρωπος χάνεται όταν δεν υπάρχουν ζωντανοί να τον θυμούνται.
Γι’ αυτό κι εσένα, Τάκη Κουτσομητόπουλε, η λήθη δεν πρόκειται να σε πλησιάσει…
Άντα Αποστολάκη