Πολλοί περίμεναν τις πλημμύρες της 7ης Σεπτεμβρίου

Πολλοί περίμεναν τις πλημμύρες της 7ης Σεπτεμβρίου

Το νερό δεν ξεχνά και βρίσκει το δρόμο του… 
Μια πολύ σημαντική και ενδιαφέρουσα εκδήλωση πραγματοποιήθηκε το βράδυ της Παρασκευής στον προαύλιο χώρο του Ιερού Ναού Μεταμόρφωσης του Σωτήρος.
Την εκδήλωση διοργάνωσε το Κίνημα Πολιτών Καλαμάτα 2030 και το σημείο, αλλά και η ημέρα διεξαγωγής μόνο τυχαία δεν ήταν, καθώς την 7η Σεπτεμβρίου πριν από δύο χρόνια η δυτική, και όχι μόνο, Καλαμάτα καλύφθηκε από τις λάσπες, ενώ εκεί «έσπασε» η Λαγκάδα και πλημμύρισε την οδό Γλαύκου και τους γύρω δρόμους.

Στο πάνελ των ομιλητών ήταν η Μαργαρίτα Καραβασίλη, ο Ηλίας Μπιτσάνης, ο Βασίλης Π. Κουτραφούρης και η Τόνια Κουζή, ενώ συντονιστής ο Βασίλης Παπαευσταθίου.
Μετά το τέλος των ομιλιών ακολούθησαν ερωτήσεις, αλλά και μαρτυρίες από τους πολίτες που γέμισαν τον προαύλιο χώρο της εκκλησίας, ενώ να σημειωθεί πως είχε προηγηθεί βόλτα στην περιοχή της Ράχης με ξεναγό τον κάτοικο Χρήστο Ζερίτη.
 
Βασίλης Κουτραφούρης: «Το νερό θυμάται…»  
Πρώτος το λόγο πήρε ο κ. Βασίλης Κουτραφούρης, πολιτικός μηχανικός ΕΜΠ, πρόεδρος των Πολιτικών Μηχανικών Μεσσηνίας και γενικός γραμματέας του ΤΕΕ Μεσσηνίας. Όπως ανέφερε, λοιπόν, η διαχείριση των πλημμυρικών φαινόμενων αποτελεί διαχρονικό αντικείμενο μελετών, ενώ τα τελευταία χρόνια αυτή η διαχείριση έχει ενταθεί λόγω της κλιματικής αλλαγής. Συμπλήρωσε, δε, πως ο κόσμος δεν πρέπει να αντιμετωπίζει το υδάτινο στοιχείο αποσπασματικά, αφού είναι ενιαίο.
Μιλώντας για την Καλαμάτα, ενημερώθηκε από το Δήμο ότι έχουν κατατεθεί μελέτες αξίας 10 εκατομμυρίων ευρώ, με κάποια από τα έργα να είναι σε εξέλιξη, ενώ άλλες υπό δημοπράτηση.
Επίσης, ανέφερε το αντιπλημμυρικό έργο που είναι να κατασκευάσει ο «Μορέας», ύψους 80 εκατομμυρίων ευρώ, εκφράζοντας την ελπίδα ότι, αν γίνουν τα παραπάνω έργα, η πόλη θα θωρακιστεί. Πρόσθεσε, όμως, πως πρέπει να γίνουν άμεσα.
Όσον αφορά στις οδούς Γλαύκου και Μπακογιάννη, ανέφερε ότι πλέον σε αυτά τα σημεία υπάρχουν εξαιρετικές δυσκολίες και οδηγούν το ζήτημα σε αδιέξοδο, μιας και εκεί έγινε εγκιβωτισμός του ρέματος και οι οδοί είναι πολύ στενοί ώστε αυτό να ανοιχτεί ξανά.
Το ίδιο ισχύει και στην οδό Γλαύκου: επίσης είναι ένας πολύ στενός δρόμος και, μάλιστα, συναντά κι αυτός την οδό Αθηνών, που ουσιαστικά αποτελεί ένα φράγμα για το νερό. Όπως σχολίασε, ακόμη και να κατάφερνε το νερό να περάσει το δρόμο, δε θα οδηγούνταν κάπου ασφαλές, αφού και εκεί υπάρχει κατοικημένη περιοχή.
Ως μέτρα αυτή τη στιγμή ο κ. Κουτραφούρης πρότεινε τη σωστή και έγκαιρη συντήρηση των ρεμάτων, αλλά και  μέσα έξυπνης παρακολούθησής τους, όπως και ένα σύστημα ενημέρωσης των πολιτών σε περίπτωση ανάγκης. Για, δε, τους πολίτες που ζουν στις περιοχές αυτές, είπε ότι σε καμία περίπτωση δεν πρέπει να μένουν σε υπόγεια, αφού διατρέχουν άμεσο κίνδυνο σε περίπτωση πλημμύρας.
 
Τόνια Κουζή: «Το 2013 η Λαγκάδα είχε προειδοποιήσει»
Με τη σειρά της η αρχιτέκτονας ΕΜΠ, Τόνια Κουζή, που μάλιστα είναι κάτοικος της οδού Γλαύκου και υπέστη ζημιές το 2016, έκανε μιαν αναδρομή στα έργα εγκιβωτισμού που έγιναν σε πολλά ρέματα όλης της χώρας τις δεκαετίες ’80 και ’90. Τα ρέματα, έπειτα από αυτά τα έργα, εξαφανίστηκαν και μετατράπηκαν σε δρόμους, ενώ δίπλα τους έγινε πολεοδόμηση. Τότε, δε, που εκτελέστηκαν τα έργα, υπήρχε οδηγία ότι μέσα στη δεκαετία θα πρέπει να διπλασιάζεται η διατομή τους. Μάλιστα, στη ΔΕΥΑΚ βρήκε αυτό το σχέδιο, που είχε χρονολογία το 1988 και είχε κατατεθεί, αλλά παρέμεινε στα συρτάρια της Δημοτικής Επιχείρησης, ενώ ποτέ δεν έγινε σχετική παρέμβαση στο ρέμα της Λαγκάδας. Όπως σημείωσε, δεν έχει καθαριστεί, δεν έχει διπλασιαστεί και δεν έχει, μάλιστα, καμία πρόσβαση από το σημείο του ναού της Μεταμορφώσεως του Σωτήρος μέχρι και την οδό Αθηνών. Αυτός, άλλωστε, είναι και ο λόγος της δυσοσμίας που επικρατεί στην περιοχή, με τους κατοίκους να προσπαθούν με αυτοσχέδια μέσα να τη μειώσουν.
Στη συνέχεια η κα Κουζή παρουσίασε αεροφωτογραφίες από το 1945 μέχρι σήμερα που έδειχναν την εξέλιξη του εγκιβωτισμού, αλλά και της οικοδόμησης της Λαγκάδας, ενώ συμπλήρωσε ότι στο σημείο που έγινε η εκδήλωση και έσπασε με τις πλημμύρες του 2016 καταλήγουν δύο ρέματα της περιοχής. Έτσι δεν άντεξε το μέγεθος του νερού, ενώ αποτελεί ένα προβληματικό σημείο, που μάλιστα, όπως είπε, είχε σπάσει και το 2013! Το δε νερό βρήκε τη φυσική του Λαγκάδα, πήγε απλά εκεί που ήξερε και, θυμωμένο που υπήρχαν εμπόδια, παρέσυρε ό,τι βρήκε στο πέρασμά του.
Αναφερόμενη ξανά στο 2013, η κα Κουζή παρατήρησε ότι το νερό προειδοποίησε, αλλά δεν ακούστηκε από κανέναν αρμόδιο ο κώδωνας του κινδύνου, μιας και δε δόθηκε η δημοσιότητα που δόθηκε το 2016.
Μιλώντας για τα τεχνικά έργα που γίνονται στην πόλη, ανέφερε ότι υπάρχουν κάποια που εμποδίζουν τη ροή του νερού: στην αρχή ο περιμετρικός, έπειτα η Αγίου Γεωργίου (που επίσης κόβει τα ρέματα όλα αυτά τα χρόνια) και, τέλος, η οδός Αθηνών, που κι αυτή αποτελεί ένα φράγμα. Μάλιστα, για την τελευταία οδό τόνισε ότι ίσως είναι το χειρότερο εμπόδιο, μιας και οι διαδοχικές επεμβάσεις κάτω από το οδόστρωμα (τηλεφωνικά δίκτυα, ύδρευση, αποχέτευση) έχουν ως αποτέλεσμα να έχει σηκωθεί η στάθμη της πάνω από 50 πόντους, κι έτσι δημιουργήθηκε μια λίμνη στη βόρεια πλευρά της.
Στη δε νότια πλευρά της Αθηνών τα πράγματα είναι ακόμα χειρότερα, αφού εκεί υπάρχουν και οι γραμμές του ΟΣΕ, οπότε εγκλωβίζονται τα νερά.
Τέλος, εξέφρασε κι αυτή την ελπίδα να γίνουν έργα, προκειμένου να μην υπάρξουν νέες καταστροφές σαν του 2016, με κυρίως έργο εκείνο που θα συγκεντρώσει όλα τα ρέματα που υπάρχουν παράλληλα με τον περιμετρικό και θα τα ρίξει στο Νέδοντα, έργο όμως κοστοβόρο, καθώς- μεταξύ άλλων- απαιτεί εκβάθυνση του κεντρικού ποταμιού της πόλης.
 
Μαργαρίτα Καραβασίλη: «Κάποιοι περίμεναν το φαινόμενα του 2016»
Η Μαργαρίτα Καραβασίλη, αρχιτέκτων πολεοδόμος και τέως ειδική γραμματέας Επιθεώρησης Περιβάλλοντος & Ενέργειας στο ΥΠΕΚΑ, ξεκίνησε λέγοντας ότι βρέθηκε στην Καλαμάτα για να ενημερώσει τους παρευρισκόμενους για προβλήματα που κανονικά δε θα έπρεπε να υπάρχουν, ούτε τιμούν κανέναν.
Η Καλαμάτα είχε την τύχη, όπως πρόσθεσε, να έχει ένα πολύ καλό γενικό πολεοδομικό σχεδιασμό, που «στήθηκε» μετά το σεισμό του 1986, ΓΠΣ που και η ίδια τότε παρακολούθησε από κοντά.
Ως χώρα, παρατήρησε, αργήσαμε πολύ να ασχοληθούμε με θέματα που αφορούν στο περιβάλλον, έτσι πρώτα ζήσαμε σοβαρές καταστροφές και μετά, δυστυχώς, αρχίσαμε να συζητάμε για αυτά τα θέματα, συζητήσεις μάλιστα που κρατούν μέχρι σήμερα.
Αναφερόμενη στις πλημμύρες της Μάνδρας, είπε ότι υπήρχαν προβλήματα και στο παρελθόν στη συγκεκριμένη περιοχή και ήταν γνωστό σε όλους ότι κάποια στιγμή θα συμβούν. Κανένας, δε, δεν είχε μεριμνήσει για τη συλλογική αυτή ευθύνη που αφορά στην προστασία του πολίτη από τέτοια φαινόμενα.
Σχετικά με την Καλαμάτα, ανέφερε ότι είδε αεροφωτογραφίες με την εξέλιξη της πόλης από το 1960 έως σήμερα, για να παρατηρήσει ότι τα ποτάμια και τα ρέματα αποτελούν ευλογία για κάθε τόπο, αφού και η Μεσσηνία έχει δημιουργηθεί από το νερό, αλλά τα εξαιρετικά υδάτινα δίκτυα που είχε σιγά σιγά χάνονταν.
Έτσι, από το 2016 και μετά αυτή η ευλογία μετατράπηκε σε κατάρα, ενώ οι άνθρωποι που ζουν στην περιοχή γνωρίζουν πολύ καλά τι υπάρχει στο υπέδαφος και τι έχει γίνει από πλευράς πολιτών, αλλά και από πλευράς Πολιτείας.
Αναφερθείσα στην περιοχή του Μενιδίου, είπε ότι το 1993 που φτιαχνόταν το ΓΠΣ η περιοχή ήταν γνωστή ως «Λίμνη», και μόνο τυχαία δεν ήταν η ονομασία, όμως εκεί υπήρχαν οικόπεδα με σημαντική αξία για κάποιους και έτσι η Τοπική Αυτοδιοίκηση θέλησε να την εντάξει στο Σχέδιο. Οι υδρολογικές μελέτες τότε έδειχναν ότι η περιοχή ήταν οικιστικά ακατάλληλη, αφού στα 50 εκατοστά κάτω από το έδαφος υπήρχε νερό. Όμως, το ΓΠΣ σε πολλούς δεν ήταν αρεστό και έπειτα από 2-3 χρόνια ξεκίνησαν οι τροποποιήσεις σε αυτό και περιοχές εντάσσονταν στο σχέδιο. Έπειτα από 5 χρόνια, ωστόσο, πνίγηκε όλη η περιοχή και μετατράπηκε σε μια μεγάλη λίμνη.
Κάτι αντίστοιχο είπε και για το Μάτι η κα Καραβασίλη, σημειώνοντας πως υπήρχαν περιοχές που με τίποτα δεν έπρεπε να οικοπεδοποιηθούν, ούτε δημιουργήθηκαν οι σωστοί κοινόχρηστοι χώροι, κι έτσι φτάσαμε στα γνωστά αποτελέσματα.
Επιστρέφοντας στα ρέματα και τα ποτάμια, η τέως γραμματέας Επιθεώρησης Περιβάλλοντος & Ενέργειας στο ΥΠΕΚΑ ανέφερε ότι και στην Καλαμάτα, αλλά και σε άλλες πόλεις, τα μικρά ρέματα που συναντιούνταν και τελικά δημιουργούσαν ένα ποτάμι που κατέληγε στη θάλασσα ποτέ δε χαρακτηρίστηκαν ως χώρος προστασίας με σωστή οριοθέτηση, κι αν θα έπρεπε να εγκιβωτιστούν σε κάποια σημεία, αυτό να γινόταν με σωστές διατομές, ώστε στο μέλλον να μην κινδυνεύσει ο κόσμος.
Με τη σειρά της δέχθηκε ότι οι εποχές έχουν αλλάξει και ότι η κλιματική αλλαγή έχει επηρεάσει τα φαινόμενα και αυτά έχουν πλέον μεγιστοποιηθεί. Όπως είπε, η πυκνοκατοίκηση, οι αξίες γης, οι πιέσεις, τα συμφέροντα, αλλά και οι ανάγκες φτωχών ανθρώπων οδήγησαν, μιας και δεν υπήρχε σχεδιασμός, στο να γίνει με τρόπο αυθαίρετο η επέκταση των πόλεων.
Στη συνέχεια, όταν υπήρξε σχεδιασμός και αυτός προσπάθησε να βελτιώσει καταστάσεις, ήταν δύσκολο να ανοιχτούν δρόμοι με το εύρος που έπρεπε, να προστατευθούν τα ρέματα και, φυσικά, κανείς δεν ήθελε τις περίφημες εισφορές σε γη και χρήμα, αφού ήταν δύσκολο να δοθούν.
Έτσι, μπορεί να έγινε στη συνέχεια σχεδιασμός και νομοθεσίες από τις καλύτερες στην Ευρώπη, αλλά στην πράξη δημιουργούνταν τεράστιες δυσκολίες, μιας και κανείς δε θέλησε να δώσει τίποτα στο κοινό σύνολο. Στόχος όλων ήταν να μπουν στο σχέδιο με όποιον τρόπο.
Τότε, λοιπόν, υπήρξε και έλλειψη δημόσιων χώρων: όπου υπήρχε ρέμα, αυτό κλεινόταν και πάνω γινόταν δρόμος, ενώ τα τεχνικά έργα τότε δεν ήταν πάντα της κατάλληλης ποιότητας
Γυρνώντας πάλι στην Καλαμάτα, η κα Καραβασίλη ανέφερε ότι η πόλη θα μπορούσε να είναι παράδεισος και να ζει με το νερό, αλλά δεν το έκανε ποτέ. Σε πάρα πολλές περιοχές, όπως ανέφερε, τα ρέματα και οι χείμαρροι θεωρούνται υποβάθμιση, ενώ όλοι «έχουμε βάλει το χέρι μας» σε αυτό, καθώς εναποτίθεντο ακόμα και σκουπίδια, που μέσω της απορροής στη θάλασσα επέστρεφαν στο πιάτο μας!
Αυτό που έγινε στην Καλαμάτα το 2016 κάποιοι το περίμεναν, είπε η κα Καραβασίλη, «δεν υπάρχει περίπτωση, τουλάχιστον, οι παλιότεροι να μη θυμούνταν πώς ήταν εδώ η φυσική κατάσταση». Η δε Πολιτεία και η Τοπική Αυτοδιοίκηση είχαν πλήρη γνώση για τα προβλήματα της περιοχής, αφού τα ρέματα ήταν χαρτογραφημένα και έδειχναν πώς ήταν αλλά και πώς κλείστηκαν, πότε καθαρίστηκαν κ.ο.κ.
Όσο για την ευθύνη που έχει ο περιμετρικός, δε θέλησε να πάρει θέση, αφού δε γνωρίζει ακριβώς το έργο, αλλά σχολίασε πως πολλές φορές τα τεχνικά έργα δημιουργούν προβλήματα, μιας και οι υδρολογικές μελέτες «είναι το τελευταίο που γίνεται και συνήθως είναι κάτι ελάχιστο».
Επιπρόσθετα, ανέφερε ότι από το 2012 για την περιοχή υπάρχουν χάρτες επικινδυνότητας πλημμύρας, που ορίζουν τις ζώνες δυνητικά υψηλού κινδύνου. Μεταξύ αυτών είναι η πεδινή περιοχή ανάμεσα στην Καλαμάτα και τη Μεσσήνη, η πεδινή περιοχή Μελιγαλά και το οροπέδιο της Μεγαλόπολης.
Οι χάρτες του 2012, όπως είπε, ορίστηκαν ως νόμος του κράτους, έτσι εκπονήθηκαν ολοκληρωμένες μελέτες, εντοπίστηκαν ζώνες υψηλού κινδύνου, αλλά «θεωρώ ότι πολλοί από τους αρμοδίους αγνοούν την ύπαρξη αυτών των χαρτών».
Μάλιστα, η κα Καραβασίλη αναρωτήθηκε αν έγινε κάτι με βάση το σχεδιασμό του 2012, ενώ ακούγοντας για τις μελέτες θωράκισης της Καλαμάτας, αναρωτήθηκε επίσης αν έχουν ληφθεί υπόψη τους αυτά τα δεδομένα.
Κλείνοντας υποστήριξε ότι δεν είναι εφικτό σήμερα να γκρεμιστούν όλα και να επανέλθει το ρέμα στην αρχική του μορφή, ωστόσο υπάρχουν σύγχρονες τεχνικές που μπορούν να δώσουν πολύ καλές λύσεις, τεχνικά έργα που πρέπει να ξαναδούν οι αρμόδιοι, ειδικά στα θέματα εγκιβωτισμού, και όπου υπάρχει δυνατότητα το ρέμα να επανέλθει, αυτό να γίνει όπως και σε άλλες πόλεις του εξωτερικού.
Αξίζει εδώ να σημειωθεί ότι, όταν αναφέρθηκε από παρευρισκόμενους σχέδιο να φτιάχνουν δύο μεγάλα έργα που θα μεταφέρουν όλα τα νερά της πόλης στο Νέδοντα, η κα Καραβασίλη αιφνιδιάστηκε και είπε ότι είναι τεράστιο λάθος αυτό το έργο, αφού ο Νέδοντας δε θα μπορέσει να ανταποκριθεί.
 
Ηλίας Μπιτσάνης: «Ο αυτοκινητόδρομος αποτελείωσε τη βίαιη επέμβαση στα ρέματα»
Με μια ιστορική αναδρομή ξεκίνησε ο δημοσιογράφος Ηλίας Μπιτσάνης, που μίλησε για το πώς άλλαξε η μορφή της Καλαμάτας από τις αρχές του 1800 και πώς έγινε η δόμησή της.
Από το 1928, όπως είπε, ξεκίνησαν τα αιτήματα νομιμοποίησης αυθαιρέτων στην ευρύτερη περιοχή της Ράχης και, μάλιστα, οι οικίες που θα έπρεπε να κατεδαφιστούν τότε έφθαναν τις 500, αλλά αυτό δεν έγινε.
Αναφερόμενος στην Αθηνών, είπε ότι ήταν η οδός που ουσιαστικά έκοψε τη ροή όλων των ρεμάτων της περιοχής, ενώ στις καλύτερες περιπτώσεις τοποθετήθηκαν σωλήνες κάτω από το δρόμο. Πρόσθεσε, δε, ότι είναι εντυπωσιακό ότι το 1990 οι Εργατικές Κατοικίες στη Δυτική Καλαμάτα χτίσθηκαν μέσα στο ρέμα.
Σχετικά με τον αυτοκινητόδρομο, παρατήρησε ότι αυτός ήταν που αποτελείωσε τη βίαιη επέμβαση σε ρέματα και χείμαρρους, αφού διάφοροι παράγοντες αγνοούσαν τις προειδοποιήσεις, κάτι που μάλιστα ο ίδιος είχε γράψει 5 χρόνια πριν γίνει η πλημμύρα, και ήταν κάτι προφανές, καθώς δεν είχαν προβλεφτεί τα κατάλληλα μέτρα.
Μάλιστα, με αυτό είχε συμφωνήσει και ο πρώην δήμαρχος Καλαμάτας, Χρήστος Μαλαπάνης, αφού επίσης έβλεπε ότι μπορεί να υπάρξει ζήτημα, μιας και ο δρόμος γινόταν κάθετα στη φυσική ροή του νερού.
Σχετικά με τις πλημμύρες του 2016, είπε ότι η πόλη που χάθηκε αναδείχθηκε, αφού πόλη δεν είναι μόνο τα σπίτια, αλλά και τα ρέματα και οι λαγκάδες.
Μιλώντας για τα έργα που θα γίνουν, εξέφρασε τους φόβους του ότι αυτά θα αργήσουν, αφού έχουν ιδιαίτερα υψηλό κόστος, ενώ επίσης διαφώνησε με τη λύση του να πέσουν όλα τα νερά των ρεμάτων στο Νέδοντα, όπου κάποια στιγμή θεωρητικά θα γίνει εκβάθυνση.
Κλείνοντας δήλωσε ότι το πλημμυρικό φαινόμενο είναι κάτι που μπορεί να συμβεί σε διαφορετικά σημεία της πόλης και αποτελεί το μεγάλο κίνδυνο για αυτήν, αλλά οι κατά καιρούς διευθύνοντες τις τύχες της δε δείχνουν να ανησυχούν, παρότι κάθε χρόνο σχεδόν πλημμυρίζει μια διαφορετική περιοχή μέσα στον οικιστικό ιστό.
Ως ενδεικτικό παράδειγμα του πώς αντιμετωπίζεται το ζήτημα, ο κ. Μπιτσάνης ανέφερε ότι τα συνεργεία της ΔΕΥΑΚ, που σε περίπτωση πλημμύρας θα κληθούν να σπεύσουν, έχουν εγκατασταθεί στην κοίτη του Νέδοντα. Κάτι ανάλογο είχε γίνει και στη Μάνδρα. Άρα, σε περίπτωση μεγάλης πλημμύρας, το ποτάμι θα παρασύρει τα οχήματα της ΔΕΥΑΚ και θα αφήσει την πόλη ανοχύρωτη!
Όσο για την πολιτική προστασία, είπε ότι κατά καιρούς γίνονται κάποιες συσκέψεις, αλλά δεν υπάρχει σχέδιο, ένα σχέδιο που θα ξεκινά από τη χαρτογράφηση των επικίνδυνων περιοχών και θα φθάνει στο τι πρέπει να κάνουν οι πολίτες σε τέτοια φαινόμενα.

Του Παναγιώτη Μπαμπαρούτση