Η πανδημία ανέδειξε την έλλειψη πρωτοβάθμιας φροντίδας υγείας

Η πανδημία ανέδειξε την έλλειψη πρωτοβάθμιας φροντίδας υγείας

Κατά τους πρώτους κρίσιμους μήνες της πανδημίας ακουγόταν εντελώς παράταιρη στα αυτιά μας η προτροπή των ειδικών: συμβουλευτείτε τον οικογενειακό σας γιατρό. Ποιον, άραγε, οικογενειακό γιατρό εννοούσαν, αφού δεν έχει εφαρμοστεί ακόμα στη χώρα μας ο θεσμός;

Η εξαγγελία, πριν από τρία χρόνια, για καθολική εφαρμογή του θεσμού του οικογενειακού γιατρού, όπως φαίνεται από τα πραγματικά στοιχεία, είχε πολύ μικρή εφαρμογή στην πράξη, κάτω από το 20% του πληθυσμού, όπως λένε οι καταμετρήσεις. Όλοι οι υπόλοιποι μείναμε χωρίς οικογενειακούς γιατρούς, ιδιαίτερα όσοι κατοικούμε σε αγροτικές περιοχές. Οπότε η προτροπή των ειδικών δεν είχε καμία εφαρμογή στην πράξη. Έτσι, με ανύπαρκτη την πρωτοβάθμια φροντίδα υγείας, όλοι πρόστρεχαν στη δευτεροβάθμια, δηλαδή στις νοσοκομειακές μονάδες. Εκεί θα γίνονταν όλες οι διαγνώσεις, αλλά και όλες οι νοσηλείες. Έτσι, για την αντιμετώπιση των κρουσμάτων κορωνοϊού που χρειάζονταν νοσηλεία και απαιτούσαν ειδικά μέτρα ασφαλείας, αλλά και φροντίδα για το υγειονομικό προσωπικό των νοσοκομείων, έκλεισαν οι περισσότερες δομές που είχαν δημιουργηθεί για την παροχή δευτεροβάθμιας φροντίδας υγείας (κλινικές, χειρουργεία, εξωτερικά ιατρεία). Τώρα, με την υποχώρηση του πρώτου κύματος της πανδημίας του νέου κορωνοϊού, επιχειρείται μια δειλή επαναπροσέγγιση του ρυθμού ομαλής λειτουργίας των νοσοκομείων και εξυπηρέτησης των αναμενόντων στα χειρουργεία.

«Παραδόξως νεωτερική» χαρακτήρισε εύστοχα τη χώρα μας, σε βιβλίο του που κυκλοφόρησε πρόσφατα, ένας από τους σημαντικούς ιστορικούς μας. Φαίνεται ότι στοιχεία παραδοξότητας έχουν διασπαρθεί στους περισσότερους τομείς της κοινωνικής δραστηριότητας, αλλά είναι ιδιαίτερα εμφανή στον τομέα της υγείας. Έχομε έναν από τους μεγαλύτερους αριθμούς γιατρών στην Ευρώπη σε αναλογία με τον πληθυσμό, αλλά ταυτόχρονα ισχνή πρωτοβάθμια φροντίδα υγείας, ιδιαίτερα στις αγροτικές περιοχές. Δεν είμαι ειδικός, αλλά η λύση που σκέπτομαι είναι η παροχή κινήτρων για να δημιουργηθούν έτσι αρμονικές αναλογίες γιατρών – πληθυσμού σε όλη τη χώρα. Και επειδή στην παράδοξη χώρα μας το «δένδρο» του παρασιτισμού είναι από τα πλέον ενδημούντα, τα κίνητρα αυτά να συνδυάζονται με στενή εποπτεία εφαρμογής των προβλεπόμενων, στις σχετικές συμβάσεις, όρων.

Ξεπερνά το παράδοξο, και γίνεται σουρεαλιστικό αλλά και τραγελαφικό, το καθεστώς που επικρατεί στην ύπαιθρο σε σχέση με την παροχή πρωτοβάθμιας φροντίδας υγείας. Σε κάθε Κέντρο Υγείας λείπει και κάτι για να βρίσκει ασθενής σε αυτά ολοκληρωμένη πρωτοβάθμια παροχή υπηρεσιών υγείας. Όπου υπηρετεί μικροβιολόγος λείπουν αντιδραστήρια, ενώ σε ελάχιστα υπάρχει ακτινολόγος ή ακτινολογικά μηχανήματα. Οι ακτινογραφίες, αλλά οι αναλυτικότερου χαρακτήρα εξετάσεις υποχρεωτικά παραπέμπονται στα νοσοκομεία, αφού οι αραιοί πληθυσμοί της υπαίθρου δεν επιτρέπουν την ανάπτυξη των αντίστοιχων ιδιωτικών ιατρείων. Αλλά η διακομιδή στα νοσοκομεία ή η επίσκεψη στα ασθενών στα σπίτια τους είναι δύσκολη έως αδύνατη, αφού δεν υπάρχουν ασθενοφόρα και η λειτουργία του ΕΚΑΒ δεν παρέχει λογικούς χρόνους αναμονής των ασθενοφόρων του. Για τις δυνατότητες βραχείας νοσηλείας στα Κέντρα Υγείας, σε ήπιου χαρακτήρα νοσήσεις, δε χρειάζεται ούτε καν να συζητάμε.

Είναι γεγονός αναμφισβήτητο ότι η θέσπιση του Εθνικού Συστήματος Υγείας, κατά τη δεκαετία του 1980, αποτέλεσε ισχυρό βήμα προόδου στον τομέα της υγείας. Δυστυχώς, όμως, πολλά σημεία του αρχικού σχεδιασμού ουδέποτε υλοποιήθηκαν κατά την εφαρμογή του στην πράξη, ή κάποια που αρχικά υλοποιήθηκαν, στη συνέχεια ξέφτισαν… Όμως, ο θεσμός αυτός είχε πλήρη αποδοχή από τις τοπικές κοινωνίες.

Κατά την περίοδο της αυτοδιοικητικής μου ενεργοποίησης στις αρχές της δεκαετίας του 1990, αυτοί οι απόηχοι έφθασαν ως έντονη απαίτηση των μικρών τοπικών κοινωνιών της Δυτικής Μάνης, ωθώντας σε διεκδίκηση της λειτουργίας συγκροτημένου Κέντρου Υγείας, δεδομένου ότι πολλά χωριά της περιοχής μας απέχουν πάνω από 50 χιλιόμετρα από την κοντινότερη συγκροτημένη μονάδα υγείας, στην Καλαμάτα. Παρότι στη Μάνη οι συμφωνίες σε κοινές δράσεις δεν είναι συχνές, καταφέραμε σε δύο-τρία χρόνια να ιδρυθεί το Κέντρο Υγείας στον Άγιο Νικόλαο. Και σε αλλά δύο χρόνια άρχισε να λειτουργεί σε νέο κτήριο, παρότι σπαταλήθηκαν τζάμπα χρήματα με την πρόκριση της κατεδάφισης του προϋπάρχοντος καλαίσθητου Υγειονομικού Σταθμού που είχε κατασκευαστεί με πρωτοβουλία του συμπατριώτη μας υπουργού Υγείας Ιωάννη Ψαρρέα επί κυβερνήσεων Κωνσταντίνου Καραμανλή, στο οποίο μικρές προσθήκες θα αρκούσαν για την παροχή όλων των αναγκαίων υπηρεσιών πρωτοβάθμιας φροντίδας υγείας.

Εξαγγέλλεται ότι, με τη λήξη των έκτακτων συνθηκών λόγω της πανδημίας του νέου κορωνοϊού, το κέντρο βάρος στον τομέα της υγείας θα μετατεθεί στις δομές πρωτοβάθμιας φροντίδας. Το ευχόμαστε. Ας ελπίσομε ότι η ενδυνάμωση αυτού του τομέα θα είναι ισχυρότερη στις αγροτικές περιοχές.

Ειδικότερα στη Μάνη, ελπίζομε ότι τα τοπικά Κέντρα Υγείας θα μετατραπούν σε εστίες συντονισμού για παροχή όλων των υπηρεσιών υγείας, αυτόνομα ή σε συνεργασία με τους ιδιώτες γιατρούς της περιοχής ή και με χρήση όλων των εφαρμογών τηλεϊατρικής, που απαιτούν οι ανάγκες των κατοίκων της περιοχής και των πολλών επισκεπτών της.

Του Νίκου Ευστρ. Μαραμπέα