«Η τεραστία κοινωνική σημασία των βλακών εν τω συγχρόνω βίω»

«Η τεραστία κοινωνική σημασία  των βλακών εν τω συγχρόνω βίω»

Πίνοντας καφέ με φίλο την Κυριακή το πρωί στην παραλία, μου δείχνει στο κινητό του μια δημοσίευση από το protothema.gr, που έγραφε μεταξύ άλλων: «Χιλιάδες νέοι Ροδίτες έστησαν ξέφρενο πάρτι στο νησί για τον παίκτη του Survivor, Τζέιμς Καφετζή, ο οποίος αποχώρησε οικειοθελώς από το ριάλιτι. Τις πρώτες εικόνες μετέφερε στο Instagram ο λογαριασμός της Soulaglamorous. Κοσμοσυρροή στο λιμάνι, βεγγαλικά, χιλιάδες κόσμου να ζητωκραυγάζουν και ο παίκτης του Survivor να αποθεώνεται».

Με το που το διάβασα, μου ήρθε ακαριαία στο μυαλό το γραμμένο εν έτει 1941 βιβλίο-σταθμός του Ευάγγελου Λεμπέση «Η τεραστία κοινωνική σημασία των βλακών εν τω συγχρόνω βίω», με  αποτέλεσμα την πολεμική συζητήσεων κριτικών και αντιπαραθέσεων στις εφημερίδες της εποχής. Το βιβλίο είναι γεμάτο από οξυδερκείς παρατηρήσεις πάνω στο τεράστιο θέμα της βλακείας στις σύγχρονες κοινωνίες. Εν κατακλείδι, θα πω, επειδή το βιβλίο είναι γραμμένο στην καθαρεύουσα, ότι ο συγγραφέας συμπεραίνει πως χωρίς τους βλάκες, τους οποίους κουμαντάρουν οι ευφυείς, δε θα υπήρχε κοινωνία.

Στη σύγχρονη δική μας κοινωνία πρέπει να δούμε ποιοι είναι οι βλάκες και ποιοι οι ευφυείς. Οι δεύτεροι, λοιπόν, είναι εκείνοι που μέσα από τέτοιου είδους ριάλιτι μ@λ@κίζουν στην κυριολεξία τα μυαλά των βλακών ή ρίχνουν στο τριπάκι και έξυπνους, για να μπορούν να τους ελέγχουν, απομακρύνοντάς τους από τα πραγματικά προβλήματα, αλλά ταυτόχρονα και να κερδίζουν τεράστια ποσά από την τηλεθέαση, γιατί οι τιμές των διαφημίσεων είναι αστρονομικές. Στην Ελλάδα των μνημονίων και του covid η διαφήμιση σ’ αυτό το ριάλιτι έχει φθάσει και τα 1.000 ευρώ το δευτερόλεπτο, την ώρα που υπάρχουν νέοι, και όχι μόνο, που εργάζονται, αν έχουν την τύχη να έχουν δουλειά, για 300-400 ευρώ. Βλάκες, δε, είναι εκείνοι που τα παρακολουθούν, είτε γιατί εθίζονται είτε γιατί γουστάρουν να βλέπουν, έχοντας ως άλλοθι ότι χαλαρώνουν με τα αγωνίσματα ή λέγοντας όποια άλλη κουταμάρα για να δικαιολογηθούν.

Είναι αδιανόητο να μαζεύονται χιλιάδες κόσμου, όπως στη Ρόδο ή την όποια Ρόδο, για τον κύριο «τίποτα». Αν την ίδια στιγμή πατούσε το πόδι του στη Ρόδο ένας άνθρωπος της Τέχνης ή του Πνεύματος διεθνώς αναγνωρισμένος και με τεράστιο έργο, το πολύ πολύ η άφιξή του να γινόταν μεταξύ «συγγενών και φίλων».

Του Δημήτρη Γιατράκου