Ζούμε και κανείς δεν είδε το έγκλημα…

Ζούμε και κανείς δεν είδε το έγκλημα…

 

Του Αντώνη Πετρόγιαννη
 
Πολλές όψεις είχε η χθεσινή νέα απεργιακή κινητοποίηση των εργαζομένων ενάντια στα συνεχή μέτρα λιτότητας που ανακοινώνει η κυβέρνηση και τα οποία έχουν «γονατίσει» μια ολόκληρη χώρα. Από τη μια, οι ειδήσεις λένε ότι, παρά τις κακές καιρικές συνθήκες, στις μεγάλες πόλεις η συμμετοχή ήταν μαζική. Από την άλλη, υπάρχει η πραγματικότητα που ζήσαμε χθες στην Καλαμάτα. Δύο… χλιαρές συγκεντρώσεις και μετά… φρέντο καπουτσίνο.
Για τη Λώρη Κέζα, στο χθεσινό ΒΗΜΑ, οι συνδικαλιστές κάνουν δώρο στους εργοδότες, αν εξετάσουμε τις απεργίες σε βάθος χρόνου. Μιλάμε για τις εθιμοτυπικές απεργίες, αυτές που προκηρύσσονται μια στο τόσο για να νομίσουν όλοι, κυρίως οι εργαζόμενοι, ότι αντιστέκονται. Να νομίσουν ότι κάτι κάνουν για τις περικοπές και για τις απολύσεις. Για να είναι σωστό το δώρο στην εργοδοσία  αυτές οι αποσπασματικές δράσεις πρέπει να υπερβαίνουν τις δύο το μήνα. Με 22 μεροκάματα θυσιασμένα σε απεργίες ο εργοδότης εξοικονομεί το 14ο μισθό. Δηλαδή, το περίφημο «δώρο Χριστουγέννων» μένει στην μπάνκα του αφεντικού.
Σήμερα (σ.σ. χθες), λοιπόν, είναι μια ημέρα γενικής απεργίας, η οποία παραμένει, το τονίζουμε,  αποσπασματική. Δεν επιτυγχάνεται τίποτε με ένα 24ωρο, ακόμη κι αν στην κινητοποίηση συμμετέχει ταυτόχρονα ο ιδιωτικός και ο δημόσιος τομέας.
Ας δούμε, λοιπόν, ποιοι κατεβάζουν τα ρολά: θα είναι κλειστές οι δημόσιες υπηρεσίες, τα σχολεία όλων τα βαθμίδων, τα δικαστήρια, οι τράπεζες, οι δήμοι. Δε θα πετάξουν αεροπλάνα, δε θα ταξιδέψουν βαπόρια. Πολλοί θα κατέβουν στους δρόμους, για την παραδοσιακή πορεία.
Το ερώτημα είναι τι θα γίνει αύριο. Θα έχει ταρακουνηθεί, άραγε, το σύστημα; Θα ξανασκεφτεί τις επιλογές του ο Αντώνης Σαμαράς; Θα αλλάξει κάτι σε μια αγορά εργασίας που παραπέμπει πλέον στο Μεσαίωνα; Όχι. Αύριο είναι μια άλλη μέρα, οπότε οι εργαζόμενοι θα πάνε κανονικά στις δουλειές τους, οι καταναλωτές θα κάνουν κανονικά τα ψώνια τους, θα πληρώσουν τους λογαριασμούς, θα μετρήσουν τα χρέη στην εφορία. Μεθαύριο το ίδιο. Μέχρι την επόμενη «γενική απεργία».
Η γενική απεργία θα αποκτούσε νόημα, αν είχε διάρκεια και αν είχε σαφείς διεκδικήσεις. Η διάρκεια είναι προφανής: να ξεκινήσει σήμερα και να τελειώσει όταν θα έχει αλλάξει κάτι. Να κρατήσει εβδομάδες, μήνες. Οι διεκδικήσεις, όμως, θα πρέπει να ξεφεύγουν από το σλόγκαν «για ένα καλύτερο αύριο». Τι θέλει το κίνημα; Θα μπορούσε να είναι μια σειρά προτάσεις για τη φορολόγηση. Θα μπορούσε να είναι ένα αίτημα εργασιακής φύσης, ακόμη και ακραίο, όπως να απαγορευτούν οι απολύσεις για 2 χρόνια ή να γίνουν υποχρεωτικές οι προσλήψεις σε εταιρείες που δυνητικά απορροφούν κονδύλια απασχόλησης από το ΕΣΠΑ. Συγκεκριμένα πράγματα.
Θα πει κάποιος, στον αντίποδα, ότι δεν μπορούμε να καθόμαστε με σταυρωμένα τα χέρια. Πρέπει να εκφράσουμε τη δυσαρέσκεια. Πλην, όμως, οι σποραδικές απεργίες λειτουργούν όπως η γκρίνια. Γκρινιάζουν εκείνοι που δεν έχουν τη γενναιότητα να πάρουν αποφάσεις. Αναρωτιόμαστε, λοιπόν: έχουν οι συνδικαλιστές μας τη γενναιότητα να προτείνουν κάτι θεαματικό; Να κατεβάσουν τα ρολά του καταστήματος «Η ωραία Ελλάς»;
Εδώ τελειώνει το άρθρο.
Προσωπικά, όσο μεγαλώνω τόσο περισσότερο με αγγίζουν τα ποιήματα του Τάσου Λειβαδίτη, που όλο και πιο συχνά βρίσκω μπροστά μου: «Κι αν έφτασα τόσο μακριά, ήταν για να μην ακούσω που δεν μου αποκρίθηκαν, κι αχ, πλανήθηκα πολύ σε δρόμους, ακολουθώντας τούτο ή εκείνο, κληρονόμος μιας ανεξήγητης ώρας: τότε που όλα θα εξηγηθούν, χωρίς λόγια ή και χωρίς να υπάρχουμε καν – όταν, τέλος, ξαναγύρισα η πόλη είχε λεηλατηθεί, τα βαγόνια αναποδογυρισμένα, η εξέγερση ήταν πια παρελθόν κι όσοι απόμεναν όρθιοι πυροβολούσαν ακόμα για ένα φτωχό έπαθλο στα υπαίθρια σκοπευτήρια και το βράδυ “τι ώρα είναι;” ρωτάς, “οχτώ” σου απαντάνε, με τέτοιες άθλιες βεβαιότητες ζούμε και κανείς δεν είδε το έγκλημα -αφού το τέλειο έγκλημα έγινε εκεί που δεν μπορεί πια τίποτα να συμβεί» («Ο επίλογος»).