Χωρίς σχέδιο η επιστροφή νέων στο χωράφι


Αν και παραδοσιακές και εναλλακτικές καλλιέργειες μπορούν να δώσουν λύσεις
Μπορεί η νέα ΚΑΠ να προβλέπει κάποιες ενισχύσεις για τους νέους αγρότες, ωστόσο – παρά τις εξαγγελίες – στην Ελλάδα ο αριθμός τους είναι πολύ μικρός σε σχέση με την υπόλοιπη Ευρώπη. Περίπου 22.000 είναι αυτοί που ασχολούνται με τον πρωτογενή τομέα κάτω από δύσκολες συνθήκες, αν και, είναι αποδεκτό από πολλούς ότι η γεωργία και η κτηνοτροφία έχουν μέλλον. Περιορισμένος είναι ο αριθμός και των νέων αγροτών στη Μεσσηνία.
Το θέμα δεν είναι οι επιδοτήσεις. Το μεγάλο ζητούμενο είναι η οργάνωση. Χρειάζονται μικροί και ευέλικτοι συνεταιρισμοί, ομάδες παραγωγών. Χρειάζεται να δοθεί υπεραξία στο παραγόμενο προϊόν, ώστε να αλλάξει η κατάσταση.
Σύμφωνα με τις θέσεις της ΠΕΝΑ (Πανελλήνια Ένωση Νέων Αγροτών), η επιστροφή στη γη στις σημερινές συνθήκες είναι μια πολύ καλή λύση, η οποία, όμως, για να έχει μέλλον θα πρέπει κάθε νέος που θέλει να ασχοληθεί να έχει ξεκαθαρίσει τι θέλει να κάνει.
Σύμφωνα με τους ειδικούς, δύο είναι οι τομείς στους οποίους πρέπει να εστιάσει ο νέος αγρότης: στις παραδοσιακές καλλιέργειες, όπου υπάρχουν παράδοση και εξοπλισμός στο πλαίσιο της οικογενειακής επιχείρησης, και στις εναλλακτικές καλλιέργειες, που βήμα βήμα κερδίζουν έδαφος.
Σε αυτές εντάσσονται οι υπερτροφές, η μελισσοκομία και τα αρωματικά, ενώ καλές είναι οι προοπτικές για την αιγοπροβατοτροφία. Αυτά, σε θεωρητικό επίπεδο. Πρακτικά, για να αυξηθεί ο αριθμός των νέων αγροτών και να οργανωθεί ένας κλάδος όπου ο μέσος όρος των παραγωγών θα είναι περίπου 60 ετών, απαιτείται η άμεση λήψη μέτρων.
Ένας σημαντικός παράγοντας είναι και η επιστημονική κοινότητα της πατρίδας μας, η οποία πρέπει να κινήσει στη σωστή κατεύθυνση τον τομέα της αγροτικής παραγωγής και των τροφίμων.
Στην εποχή μας η έρευνα και η επιστήμη δε φαίνεται πλέον να είναι μια καταγραφή της αλήθειας μόνο, αλλά και μια υπόθεση που διαμορφώνεται μέσα στην κοινωνία κάτω από την πίεση κοινωνικών επιταγών. Έτσι, αν μια κοινωνική μερίδα πείσει την κοινωνία να αναπτύξει τον τάδε τομέα, φαίνεται πως μπορεί να δημιουργήσει ανάπτυξη του συγκεκριμένου τομέα και όχι ενός άλλου.
Μπορεί η επιστήμη τη δεδομένη στιγμή στη χώρα μας να λειτουργήσει με τοπικό χαρακτήρα, στηρίζοντας τις προσπάθειες ανάπτυξης που πραγματικά χρειάζεται η χώρα μας; Τα παραδείγματα πολλών χωρών, μας δείχνουν το δρόμο.
Ένας αγροτικός συνεταιρισμός στη μακρινή Νέα Ζηλανδία παράγει το 1/10 του ακαθάριστου προϊόντος. Σε απόλυτα ποσά, ο τζίρος ανήλθε το 2012 στα 15,7 δισ. δολάρια, πίσω μόνο από τον παγκόσμιο γίγαντα Nestlé ($25,9 δισ.), την Danone ($19,5 δισ.) και τη Lactalis ($18,8 δισ.).
Για φανταστείτε όλο το παραγόμενο ελαιόλαδο στη χώρα μας, οργανωμένο από το χωράφι στο ράφι ως τρόφιμο, φάρμακο, καλλυντικό ή οτιδήποτε άλλο, για εκατομμύρια καταναλωτές ανά τον κόσμο, οργανωμένο από μία εταιρεία-συνεταιρισμό που να ανήκει στους χιλιάδες ελαιοπαραγωγούς-μέλη της.
Έτσι, η πρωτογενής παραγωγή του ελαιόλαδου (και κάθε αγροτικού προϊόντος) από μια αρχική αξία χωραφιού θα μπορούσε να φτάσει, σαν τελικό προϊόν, συνολικής αξίας αρκετών δισεκατομμυρίων ευρώ.
Μεγάλες οι προκλήσεις, αλλά θεωρούμε ότι δεν υπάρχει άλλος δρόμος. Η οργανωμένη ανάπτυξη του πρωτογενούς τομέα είναι μονόδρομος.

Του Αντώνη Πετρόγιαννη