Τα κεκτημένα από την κρίση και η ανάγκη συναίνεσης


Έτσι, η Ελλάδα το 2016 εισήλθε στον έβδομο χρόνο των μνημονίων με πολύ βαριές αδυναμίες. Όμως, και με ορισμένα πολύ σημαντικά κεκτημένα, που μπορούν να βοηθήσουν την επιστροφή όχι, απλώς, σε κυκλική ανάκαμψη, αλλά σε διατηρήσιμη ανάπτυξη.
Πρώτο, μεταξύ αυτών, η ευρεία κοινωνική και πολιτική συνειδητοποίηση ότι η ελληνική οικονομία δεν μπορεί να επιστρέψει ούτε στην υπερχρέωση ούτε την αμεριμνησία της προ-μνημονίων περιόδου. Η τραυματική εμπειρία των ελλειμμάτων και της υπερχρέωσης μας αφήνει, ίσως, με μια συλλογική μνήμη απώθησης προς την υπερχρέωση, κατά τον ίδιο τρόπο που ο υπερπληθωρισμός της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης ενέγραψε στη συλλογική μνήμη του γερμανικού λαού ένα (υπερβάλλοντα ίσως) φόβο του υψηλού πληθωρισμού. Υπάρχει, πλέον, ευρύτερη πολιτική συναίνεση στην αξία και ανάγκη διαφύλαξης της δημοσιονομικής πειθαρχίας. Υπάρχει, επίσης, διάχυτη η κατανόηση για την ανάγκη υιοθέτησης ενός νέου αναπτυξιακού προτύπου, που θα αξιοποιεί τα συγκριτικά πλεονεκτήματα της ελληνικής οικονομίας, προσανατολισμένο κυρίως στους εμπορεύσιμους κλάδους και στις εξαγωγές.
Δεύτερον, υπάρχει μια θετική κληρονομιά τεχνογνωσίας, μεταρρυθμίσεων και (με μεγάλες θυσίες) εξάλειψης των ελλειμμάτων του παρελθόντος. Πολλές από τις αλλαγές που έχουν συμβεί στην οικονομία και στο ρυθμιστικό της πλαίσιο (όπως η απελευθέρωση των αγορών) θα γεννήσουν τα αναπτυξιακά αποτελέσματά τους, όταν θα αρχίσει η οικονομική ανάκαμψη. Τότε θα φανούν τα πλεονεκτήματα των μεταρρυθμίσεων, που θα επιτρέψουν στην οικονομία να αναπτυχθεί με ταχύτερους ρυθμούς. Αυτό, όμως, θα απαιτήσει να παραμείνει η χώρα στο δρόμο της προσαρμογής, του προγράμματος και των μεταρρυθμίσεων. Και θα απαιτήσει, επίσης, την υιοθέτηση και εφαρμογή –με συνέπεια και διακομματική συνέχεια– ενός πραγματικού αναπτυξιακού προγράμματος για τη χώρα, που θα προετοιμάσει την οικονομία για τις συνθήκες της δεκαετίας του 2020, προσπαθώντας δηλαδή να καβαλήσουμε, όχι το προηγούμενο, αλλά το επόμενο κύμα καινοτομίας και αλλαγών. Εκεί, η ελληνική οικονομία, ως μια οικονομία στηριζόμενη σε μικρές και μικρομεσαίες επιχειρήσεις, και άρα σχετικά ευέλικτη και «ελαφριά», θα μπορέσει να μετατρέψει αδυναμίες και υστερήσεις σε πλεονεκτήματα.
Τρίτον, υπάρχουν, όπως είναι γνωστό, σημαντικοί «οδοδείκτες» στη βραχυπρόθεσμη και μεσοπρόθεσμη πορεία υλοποίησης του προγράμματος, που συνδέονται με σημαντικές ωφέλειες για την ελληνική οικονομία. Η επιτυχής ολοκλήρωση της πρώτης αξιολόγησης του τρίτου μνημονίου συνδέεται με την εκκίνηση της διαπραγμάτευσης για την ελάφρυνση του δημόσιου χρέους, την ομαλοποίηση της πρόσβασης στη ρευστότητα του ευρωσυστήματος, την πρόσβαση στο πρόγραμμα αγοράς ομολόγων της ΕΚΤ, την πρόσβαση στα επενδυτικά κεφάλαια του «πακέτου Juncker», την άρση των περιορισμών στις κινήσεις κεφαλαίων, τη σταδιακή αποκατάσταση συνθηκών κανονικότητας στην τραπεζική διαμεσολάβηση και στη λειτουργία του χρηματοπιστωτικού συστήματος, καθώς και με την ανάκαμψη της πραγματικής οικονομίας.
Τέταρτον, η διακομματική συναίνεση στην ψήφιση του τρίτου μνημονίου αποτελεί ένα πολύ σημαντικό κεκτημένο, έπειτα από πέντε χρόνια οξύτατης αντιμνημονιακής πόλωσης, πολιτικής σύγκρουσης και λαϊκισμού. Το πρώτο μνημόνιο ψηφίστηκε από ένα κόμμα, το δεύτερο μνημόνιο από δύο, το τρίτο μνημόνιο από πέντε κόμματα του ελληνικού Κοινοβουλίου. Επομένως, αποτυπώνεται μια πορεία σταθερής πολιτικής ωρίμανσης των κομματικών δυνάμεων που υποστηρίζουν την ανάγκη συμμετοχής της χώρας μας στους ευρωπαϊκούς θεσμούς και στο ευρώ. Ωρίμανσης στην αποδοχή της πραγματικότητας ότι η αποτελεσματική εφαρμογή των δεσμεύσεων απέναντι στους εταίρους και δανειστές της χώρας είναι αναγκαία προϋπόθεση, όχι μόνο για την αποφυγή της χρεοκοπίας και την παραμονή στο ευρώ, αλλά και για την ασφαλή έξοδο από την κρίση, το πέρασμα στην ανάπτυξη και την ασφαλή και επωφελή συμμετοχή της Ελλάδας στους ευρωπαϊκούς θεσμούς. Αυτοί οι τελικοί στόχοι στηρίζονται από μια ευρεία πλειοψηφία της κοινωνίας.
Η διακομματική ψήφιση του τρίτου μνημονίου με μεγάλη κοινοβουλευτική πλειοψηφία θα πρέπει και θα μπορούσε να αποτελέσει την αρχή της μετάβασης προς μια ευρύτερη, ορθολογική –ελάχιστη έστω– πολιτική και κοινωνική συναίνεση, σηματοδοτώντας την έξοδο προς τη σταθερότητα και την ανάπτυξη. Είναι, όμως, αναγκαίο να έχει συνέχεια στη διασφάλιση των επόμενων κρίσιμων βημάτων για τη χώρα, με πρώτο κύριο σταθμό την επιτυχή και έγκαιρη ολοκλήρωση της δεύτερης αξιολόγησης. Η εύθραυστη οικονομία δε θα άντεχε ένα νέο κύκλο αστάθειας, παρατεταμένης αγωνίας για την ολοκλήρωση της διαπραγμάτευσης και ακυβερνησίας. Παρότι στην όποια κυβέρνηση ανήκει –πάντοτε– η κύρια ευθύνη για τις διαπραγματεύσεις και την υλοποίηση των συμφωνημένων, η όποια αντιπολίτευση έχει και αυτή ένα μερίδιο ευθύνης στη διασφάλιση της σταθερότητας που απαιτείται για να ξαναγίνει η Ελλάδα μέρος μιας ευρωπαϊκής κανονικότητας. Η ομαλή και ταχεία έξοδος από την κρίση προς την ανάπτυξη είναι διακομματική ευθύνη και εθνική επιταγή.
 
Παύλος Μάραντος
marantosp@gmail.com