Κατερίνα Κασιούμη, η καλλιτεχνική διευθύντρια που όταν μιλούσε για την Καλαμάτα έκλαιγε

Κατερίνα Κασιούμη, η καλλιτεχνική διευθύντρια που όταν μιλούσε για την Καλαμάτα έκλαιγε

Την Κατερίνα Κασιούμη είχα τη χαρά να γνωρίσω λίγες μόνο ώρες πριν φύγει από την Καλαμάτα. Τότε δεν ήταν γνωστό ότι θα αποχωρήσει, ωστόσο η αινιγματική της απάντηση σε ερώτηση για το σχεδιασμό του 24ου Φεστιβάλ Χορού Καλαμάτας «άνοιγε την πόρτα της εξόδου». Ειδικότερα, είχε πει: «Θα ήθελα να ξεκινήσει ο σχεδιασμός, αλλά όχι απαραίτητα με εμένα. Εγώ δεν έχω κάνει κάποια συζήτηση για το αν θα συνεχίσω. Απλά για μένα ο χορός ήταν πάντα μια φιλοσοφία, που ανακαλύπτω και μέσα από τη διοίκηση τώρα. Νομίζω ότι δε θα είναι πολύ καλό να παραμείνω σε αυτή τη θέση».
Βέβαια, για να φτάσουμε σε αυτή την απάντηση, είχε προηγηθεί μια συνέντευξη, όχι όμως προγραμματισμένη, αφού είναι αλήθεια ότι θέλησα να τη συναντήσω για δύο λεπτά, όπως της είχα πει στο τηλέφωνο, και αυτή αμέσως δέχθηκε.
Όταν βρέθηκα στο Ζουμπούλειο, όπου στεγάζεται η Σχολή Χορού, η κα Κασιούμη είχε συναντήσεις επί συναντήσεων, αφού μόλις είχε ολοκληρωθεί το φεστιβάλ και έπρεπε να διευθετηθούν όλες οι υποχρεώσεις.
Αφού, λοιπόν, έφτασε η στιγμή για τη συνάντηση των δύο λεπτών που είχα ζητήσει, αναζήτησε ένα γραφείο για να μιλήσουμε. Τα δύο πρώτα που άνοιξε ήταν κατειλημμένα και έτσι φτάσαμε σε ένα τρίτο γραφείο, στην άκρη του οποίου υπήρχε ένα ράντζο…
«Συγγνώμη για το χώρο», μου είπε, «αλλά εδώ κοιμάμαι»… (περίεργο για μια γυναίκα που έχει τέτοια θέση να κοιμάται εδώ, σκέφτηκα…).
Από εκείνη τη στιγμή άρχισα να καταλαβαίνω ότι θα μιλούσα με έναν ξεχωριστό άνθρωπο, έναν άνθρωπο που αναφερόταν στην Καλαμάτα και έκλαιγε. Μάλιστα, κατά τη διάρκεια των 55 λεπτών (τόσο τελικά κράτησε η συνάντηση) τρεις φορές χρειάστηκε να διακόψουμε, αφού η πρώην καλλιτεχνική διευθύντρια ξέσπασε σε λυγμούς, λυγμούς χαράς, αγάπης, αλλά και παραπόνων.
Ξεκινώντας τις ερωτήσεις- που προφανώς δεν υπήρχαν κάπου γραμμένες, αφού δεν είχαμε κανονίσει συνέντευξη- παρατηρούσα την απλότητα αλλά και την ευθύτητά της στις απαντήσεις.
Δεν είναι συνηθισμένο και πολλές φορές είναι απαγορευμένες σε καλλιτεχνικούς και εκτελεστικούς διευθυντές ερωτήσεις του στυλ «Θεωρείτε ότι το φεστιβάλ κοστίζει πολύ;», «Τι προσφέρει στην πόλη σε τέτοιες δύσκολες εποχές» ή «Θα έπρεπε να μειωθούν τα έξοδα;»,
Ερωτήσεις απλές, που περνούν από το μυαλό όλων, αλλά όταν τις απευθύνεις σε «διευθυντές», στην καλύτερη μπορεί να παρεξηγηθείς.
Οι ερωτήσεις, όμως, τέθηκαν και οι απαντήσεις που δόθηκαν ήταν ρεαλιστικές. Ίσως αυτό να ήταν που έκανε ξεχωριστή την κα Κασιούμη, και ίσως ήταν αυτό που την έκανε να φύγει από το Φεστιβάλ Χορού Καλαμάτας.
Για την ιστορία να αναφερθεί ότι βρέθηκε κυριολεκτικά στο παρά ένα να αναλάβει τη διοργάνωση του 22ου Φεστιβάλ Χορού. Τότε ουσιαστικά ήταν σαν να έπαιρνε στα χέρια της μια βόμβα (είχε ελάχιστο καιρό να το διοργανώσει, λόγω της ξαφνικής παραίτησης της κας Μαραγκοπούλου), η οποία είτε θα έσκαγε και θα διαλύονταν τα πάντα είτε θα την εξουδετέρωνε και θα συνέχιζε.
Εκ του αποτελέσματος πέρυσι φάνηκε ότι κατάφερε να την εξουδετερώσει, παρά την κριτική που της ασκήθηκε. Χαρακτηριστικά θυμάμαι, κατά την καθιερωμένη παρουσίαση του Φεστιβάλ στο υπουργείο Πολιτισμού, τους δημοσιογράφους που ασχολούνται με θέματα του πολιτισμού να τη ρωτούν για το «φτωχό και υποβαθμισμένο» πρόγραμμα κ.ο.κ.
Τελικά, το περσινό φεστιβάλ, έστω και την τελευταία στιγμή, έγινε, όπως και το φετινό. Μάλιστα, φέτος θύμιζε τα παλιότερα χρόνια, ενώ το μέλλον διαγράφεται πολύ πιο αισιόδοξο, αφού έχει εξασφαλιστεί χρηματοδότηση για τα επόμενα έτη.
Παρά, λοιπόν, τα θετικά για το μέλλον μηνύματα, η κα Κασιούμη επέλεξε να φύγει…
Επιστρέφοντας, λοιπόν, στη συνάντηση που είχα μαζί της στο Ζουμπούλειο, θα μεταφέρω και κάποια λόγια της πρώην καλλιτεχνικής διευθύντριας που δε γράφηκαν στη συνέντευξη και ίσως πρέπει να γραφούν, ώστε να προβληματίσουν τους ανθρώπους που ασχολούνται με τα του πολιτισμού, και όχι μόνο, στην πόλη.
 
Αναγνωρισιμότητα
Όταν τέθηκε η ερώτηση για το αν η Καλαμάτα ξέρει τι είναι το Φεστιβάλ Χορού, αν το έχει παρακολουθήσει και, τελικά, αν γίνεται για λίγους, η ίδια είχε πει: «Για μένα δε γίνεται για συγκεκριμένο κόσμο, αφού όταν κάνεις κάτι για συγκεκριμένο κοινό, τα χρήματα θα πρέπει να έρχονται από το ειδικευμένο αυτό κοινό. Όμως, όταν το χρήμα είναι δημόσιο, θα πρέπει να αφορά στην πόλη. Εγώ, από την πλευρά μου, προσπάθησα όσο μπορούσα, αλλά δεν πέτυχα και την καλύτερη εποχή».
Μιλώντας για τα έξοδα και τα έσοδα του φεστιβάλ, είχε αναφέρει ότι πρέπει να υπάρχει η μικρότερη δυνατή απόκλιση, κι αυτός ήταν ένας από τους λόγους που το κρεβάτι της ήταν στο Ζουμπούλειο. Θα μπορούσε να απαιτήσει να της πληρώνουν ξενοδοχείο, κάτι που όμως δεν έκανε. Όπως είχε πει, «δεν είναι σωστό ένας καλλιτεχνικός διευθυντής να στοιχίζει πάρα πολλά λεφτά τη σήμερον ημέρα», συμπληρώνοντας ότι είχε πατέρα γιατρό και θεωρεί άδικο η ίδια να παίρνει περισσότερα χρήματα από αυτόν και γενικότερα από ένα γιατρό.
Ο, δε, λόγος που «μπλέχθηκε» με το φεστιβάλ, ήταν επειδή η αποχώρηση της κας Μαραγκοπούλου ήταν πολύ βίαιη. Κι επειδή γνώριζε ήδη τη Σχολή, θεώρησε ότι έπρεπε να συνεχίσει, ώστε να δοθεί μέλλον στους μαθητές. «Πρέπει να στηριχθεί και μπορεί να γίνει και με λιγότερα χρήματα, απλά χρειάζεται περισσότερη δουλειά και να λυθούν κάποια πρακτικά προβλήματα», για τα οποία είχε σχολιάσει ότι δεν ήταν «κάτι το τρομερό».
Επίσης, είχε παραδεχθεί ότι αντιλήφθηκε από την πρώτη στιγμή ότι πολλοί δεν ήξεραν την ύπαρξη του φεστιβάλ, καθώς και της Σχολής Χορού, αναφέροντας ως παράδειγμα κάποιους που εργάζονταν στο Μουσείο και όλο απορία αναρωτήθηκαν για την παρουσία της, καθώς και των μικρών χορευτών της Σχολής, στο πλαίσιο μιας παράστασης που θα δινόταν εκεί.
 
Το φιλοξενούμενο φεστιβάλ
Στην ερώτηση αν το φεστιβάλ έρχεται και φεύγει από την πόλη κάθε χρόνο, η κα Κασιούμη είχε απαντήσει ότι είναι κάτι που ισχύει και η ίδια προσπάθησε με συνεχόμενες επισκέψεις στην πόλη να το αλλάξει. Όπως είχε πει, γνωρίζοντας στον κόσμο ότι υπάρχει η Σχολή Χορού στην πόλη, αυτό βοηθά το χορό, κάτι που έπρεπε να γίνεται πολύ περισσότερο και ίσως τα προηγούμενα χρόνια δεν είχε δουλευτεί αρκετά καλά.
Είχε, δε, προσθέσει ότι ξεκίνησε σωστά, αλλά ακολούθησε ένα «γκάπ» που είχε σχέση με τον προγραμματισμό, που διαφέρει ανάμεσα στη χώρα μας και το εξωτερικό. «Αυτό είναι που κουράζει έναν καλλιτεχνικό διευθυντή» είχε σχολιάσει και η ίδια προσπαθώντας να μη συμβεί, κουράστηκε πάρα πολύ.
 
Πράγματα που δεν της άρεσαν και φάνηκε ότι την είχαν στενοχωρήσει…
Μιλώντας για το 23ο Φεστιβάλ, η κα Κασιούμη είχε αναφέρει ότι ήταν πολύ ευχαριστημένη, αλλά θα μπορούσαν ορισμένα πράγματα να είναι καλύτερα, για να προσθέσει ότι βασιζόμαστε πολύ στο ταλέντο, στην ευστροφία και στη δύναμη ψυχής.
Επίσης, είπε πει ότι κάποια πράγματα θα έπρεπε να γίνονται πιο καθαρά τεχνικά, ώστε να διευκολύνεται η διοργάνωση, όπως και η χρήση των διαφορετικών χώρων.
Μιλώντας για τις αρμοδιότητές της, μας είχε πει ότι έπρεπε να καλύψει πολλές τρύπες που υπήρχαν, τρύπες αγάπης για την πόλη, όπως τις είχε χαρακτηρίσει, που ήταν δύσκολο να καλυφθούν, μιας και η ίδια ζούσε στην Αθήνα.
Αυτές δε γινόταν να καλυφθούν μόνο από ένα άτομο, ενώ υποστήριξε ότι για να λειτουργήσει όλο αυτό χρειάζεται αγάπη και όχι να λειτουργεί κάποιος σαν δημόσιος υπάλληλος.
Ενδεικτικά, είχε αναφέρει ότι μια Κυριακή που ήταν σε εξέλιξη το Φεστιβάλ η Σχολή Χορού ήταν κλειστή, αφού δεν υπήρχε κάποιος εργαζόμενος. Έτσι η ίδια απαντούσε στο τηλέφωνο, ώστε να δίνει πληροφορίες, κάτι που είχε πει ότι δεν είναι φυσιολογικό.
Βέβαια είχε δικαιολογήσει τους υπάλληλους, αφού σε κάποιους υπερφορτώθηκαν αρμοδιότητες, κάποια στιγμή κουράστηκαν και έψαχναν τρόπο να αμυνθούν. Από την άλλη, υπήρχαν 2-3 υπάλληλοι που δούλευαν άπειρες ώρες και, όπως είχε πει, χάρις σε αυτούς «βγήκε» το 23ο Φεστιβάλ, ενώ πάντα το τηλέφωνο του δημάρχου ήταν ανοιχτό για την ίδια. Όπου τον χρειάστηκε, μεσολάβησε, ακόμη και σε πράγματα που δεν ήταν καν δουλειά του.
Αυτό, βέβαια, όπως είχε πει, ήταν κάτι καλό, αφού καταργείται η διοίκηση, ενώ στη συνέχεια δεν καταμερίζεται ούτε η ευθύνη και ούτε το έργο, έτσι υπάρχουν δύο απολήξεις: ή σε χαρακτηρίζουν συγκεντρωτικό και απόλυτο, αφού δεν μπορείς αλλιώς να ελέγξεις τα πράγματα, ή γίνεσαι τελείως χαλαρός και προκύπτει το μπάχαλο.
Αυτό που ήθελε να σταματήσει γενικότερα στη χώρα μας είναι κάποιου η αγάπη και το μεράκι να καταπατείται και κάποιος άλλος, πιο εγωιστής, να επωφελείται, έτσι συνήθως τη δουλειά την κάνει ένας αφανής ήρωας.
Στην Καλαμάτα, όπως είχε πει, δούλεψε πολύ σκληρά: στην αρχή επί οκτώ χρόνια ως δασκάλα στη Σχολή, στη συνέχεια επί τέσσερα χρόνια ως διευθύντρια και, τέλος, άλλα δύο ως διευθύντρια του φεστιβάλ, ένα φεστιβάλ που, όπως είχε αναφέρει, την έκανε γνωστή, κάτι που την είχε προβληματίσει, αφού πριν κανείς δεν την ήξερε στην πόλη.
Παράλληλα, αυτό που είχε παρατηρήσει η ίδια από την αρχή είναι ότι θα έπρεπε να υπάρχει μια καθαρότητα, μια ισορροπία και μια συμφιλίωση της ίδιας της πόλης. Έτσι είχε αναφέρει ότι σε κάποιους ανθρώπους που είχαν δουλέψει σκληρά για το φεστιβάλ, θα έπρεπε αυτό να τους αναγνωριστεί. Επίσης, θα έπρεπε κάποιοι καινούργιοι άνθρωποι με υγιή προσέγγιση και με δουλειά να μπουν σε αυτό, ώστε να βοηθηθούν και οι παλαιότεροι «που σκοτώνονταν στη δουλειά», αλλά και οι νέοι να εκπαιδευτούν.
 
Το χαλί κάτω από την πόρτα και τα αντικλείδια
Κατά τη διάρκεια της συζήτησης η κα Κασιούμη είχε μιλήσει πολλές φορές γενικά, λόγια όμως που σίγουρα δε λέγονταν τυχαία από την ίδια και «κάτι ήθελε να περάσει». Έτσι, μιλώντας για καλύτερη οργάνωση και μικρότερο κόστος, είχε πει ότι αυτό μπορεί να γίνει, αρκεί να μην τραβάμε το χαλί κάτω από την πόρτα. Όπως είχε πει χαρακτηριστικά, έχει σημασία να μπορείς να δώσεις το κλειδί σε έναν άνθρωπο και αυτός να στο επιστρέφει χωρίς να κάνει 10 αντικλείδια, σεβόμενος την εμπιστοσύνη που θα του έχεις δείξει.
 
Το μέλλον που έγινε παρελθόν και οι στιγμές συγκίνησης
Στο ερώτημα το τι θα κάνει στο μέλλον, είχε τότε πει ότι τη νοιάζει μόνο το παρόν και αυτό που είχε σημασία για την ίδια ήταν: ό,τι κάνει, να το κάνει καλά. Είχε ακόμη επισημάνει ότι θέλει να φύγει από την πόλη με αγάπη και να κλαίει από χαρά και όχι επειδή θα της είχαν φερθεί άσχημα. Μάλιστα, είχε σχολιάσει ότι δε θα ήταν πολύ καλό να παραμείνει στη θέση της καλλιτεχνικής διευθύντριας, αφού «θα έκαιγε» την πρόθεσή της, συμπληρώνοντας πως ήταν πολύ δύσκολα αυτά τα δύο χρόνια, κι ενώ φέτος όλοι πίστευαν ότι όλα θα γίνουν άψογα, δεν έγιναν, αφού υπήρχαν αντικειμενικά προβλήματα που δεν μπόρεσαν να ξεπεραστούν.
Επίσης, είχε πει ότι θεωρούσε άδικο και λάθος να συνεχίζει να πιέζει κάποιος δικούς της ανθρώπους που ήταν κοντά της, ώστε να γίνουν όλα τέλεια.
Για το αν θα άφηνε την πόλη, είχε πει ότι όσο αυτή τη χρειάζεται δε θα το κάνει, αλλά θα μπορούσε να αλλάξει ο τρόπος που θα τη βοηθά, ώστε έτσι να έχει ισορροπία και στη δική της τη ζωή, αφού η βάση της είναι στην Αθήνα.
Λίγο πριν ολοκληρώσουμε τη συνομιλία μας, στην αίθουσα μπήκε μια συνεργάτιδά της. Όταν τη ρώτησα τι τελικά θα κάνει η κα Κατερίνα, μου απάντησε ότι «προσπαθούμε να τη μεταπείσουμε».
Κάτι, τελικά, που δεν κατάφεραν και όπως αθόρυβα ανέλαβε τη διεύθυνση του φεστιβάλ, έτσι αθόρυβα την άφησε…  

Του Παναγιώτη Μπαμπαρούτση