Στάθης Κακούτης: Ένα τραγούδι για το θάνατο του Κολοκοτρώνη


Στο γαληνότατο γέρμα της ζωής του θρυλικού Γέρου του Μοριά, ο Ύψιστος Θεός που προσκυνούσε, ευδόκησε να του πραγματοποιήσει το γλυκύτατο όνειρο που λαχταρούσε, να ιδούν τα μάτια του πριν κλείσουν, τα χαρά του παιδιού του. Το γάμο του περισπούδαστου Κολίνου του. Τον πάντρεψε με την περιζήτητη, την πολυπαινεμένη και λυγερόμορφη εγγονή του άλλοτε ηγεμόνα της Βλαχίας Γιάννη Καρατζά. «Συμπεθέρεψε η γούνα με την κάπα…», έλεγε σ’ όσους τον χαιρετούσαν και του έδιναν ευχές και ψήλωνε από καμάρι και ευτυχία. Έκαμε πάταγο ο γάμος του Κολίνου. Έγινε μόλογο στο Πανελλήνιο κι έξω απ’ αυτό. Θεωρήθηκε από τα πιο σπουδαία γεγονότα της περιόδου εκείνης. Δεν είχε μείνει επίσημος να μην πάει. Αντιπροσωπεύτηκαν η βασιλική αυλή κι όλες οι ξένες. Ο βασιλιάς πρόσταξε τη στρατιωτική μουσική να πάει με μεγάλη στολή και να παίξει στο σπίτι του Κολοκοτρώνη, από το μεσημέρι μέχρι το βράδυ. Ο Γέρος πετούσε από τη χαρά του. Στου βασιλιά το μπάλο, το μεγάλο χορό του παλατιού, που πήγε μετά το γάμο του Κολίνου που ήταν προσκαλεσμένος, φτεράκισε πάλι η χαρά του. Γοητευμένος  ολότελα από την αίγλη της στιγμής που ζούσε, ενθουσιάστηκε. Ήπιε λίγο παραπάνω από το πρεπούμενο και ο γλεντοκόπος Διόνυσος τον έβαλε στα κέφια, στα μεράκια. Παρακάλεσε το βασιλιά να προστάξει τη μουσική να παίξει ελληνικούς χορούς. Ο καλαματιανός κι ο τσάμικος ταρακούνησε τη μεγάλη σάλα του παλατιού και οι γλυκές μελωδίες των τραγουδιών συνεπήραν και μάγεψαν τις ψυχές όσων αποτελούσαν την επίσημη ομήγυρη της βραδιάς. Ο Κολοκοτρώνης μεταμορφώθηκε από την ανόθευτη χαρά που ζούσε. Έγινε ολόλαμπρος, ολόμορφος. Σκίρτησε η καρδιά του από την επιτυχία και ράγισαν τα τέλια της. Ο προνοητικός Γέρος τον γνώρισε. Ήταν ο φύλακας Άγγελός του. Κατάλαβε την πρόθεσή του και τραβήχτηκε στο σπίτι. Ήταν βαθιά μεσάνυχτα. Έπεσε στο κρεβάτι κι έμεινε από αποπληξία. Τρέξανε οι καλύτεροι γιατροί για να τον σώσουν. Μάταιες οι προσπάθειες. Κατάφεραν μόνο να τον φέρουν για λίγο στα σύγκαλά του. Άνοιξε τα μάτια του και είδε τριγύρω τα παιδιά του, τους φίλους του, τους χαμογέλασε και ξεψύχησε στην αγκαλιά των παιδιών του. Πρόλαβε να πει στον Γενναίο πριν ξεψυχήσει, τούτα τα περίφημα λόγια: –Σου αφήνω τόσους φίλους, όσα φύλλα έχουν τα κλαριά και φρόντισε να τα φυλάξεις. Ήταν η ώρα έντεκα το πρωί , τέσσερις Φεβρουαρίου 1843, που: Βασίλεψαν τα μάτια που πέταγαν φωτιά και σβήστηκε η φωνή που τρόμαζε την Τουρκιά. Πανιά έκανε η ψυχή για τα Ουράνια στους Όσιους και τους ήρωες κοντά. Η λαϊκή μούσα, η ασίγαστη και υμνητική για ήρωες και μάρτυρες, για λύπες και χαρές, για ό,τι μεγάλο και θαυμαστό γινόταν στον ηρωικό μα και πολύπαθο τόπο μας, δεν άφησε ατραγούδιστο και το θάνατα του θρυλικού Γέρου του Μοριά. Να πώς τον φαντάστηκε ο ανώνυμος συνταιριαστής του ακόλουθου δημοτικού τραγουδιού:

Ένα πουλάκι βγαίνει μεσ’ από την Αθήνα

νύχτα και μέρα περπατεί, πετάει μέρα-νύχτα.

Στην Κόρινθο γιομάτισε και στ’ Άργος δειλινίζει

και μέσα στην Τριπολιτσά, στη μέση της πλατείας

τα γράμματα εδιάβαζαν και οι εφημερίδες λένε:

Κολοκοτρώνης πέθανε στο γάμο του Κολίνου.

Το θάνατό του γνώρισε που ’θελε να πεθάνει

και του Γενναίου μίλησε και του Κολίνου λέει:

-Που είσαι Γενναίε Στρατηγέ, Κολίνε σπουδαγμένε!

Ελάτε πάρτε την ευχή με τριγυρίζει ο Χάρος.

-Σώπα πατέρα μην το λες, μη λες πως θα πεθάνεις

κι έχουμ’ οχτρούς και χαίρουνται και φίλους που λυπούνται.

-Ελάτε πάρτε την ευχή και να ’στε μονιασμένοι

φιλήστε και τ’ αγγόνια μου και να ’χουν την ευχή μου.

Ένα αγλάισμα της υπέροχης ψυχής του λαού μας είναι τούτο το τραγούδι. Διαιωνίζει στο χώρο-χρόνο τον ευτυχισμένο θάνατο του θρυλικού Αρχιστρατήγου της Ελληνικής Επανάστασης, του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη, που ’σπασε τα δεσμά της τυραννίας και θεμελίωσε τη Λευτεριά στο πονεμένο και δοξασμένο Γένος μας. Είναι ένας ύμνος θεσπέσιος στον υπερασπιστή της Πίστης και του δίκιου, στο μεγαλόκαρδο και θεοφοβούμενο Στρατηλάτη του Μοριά, όπου συχώρεσε τους εμπαθείς και ραδιούργους αντιπάλους του, ρίχνοντας τα μίση και τα πάθη στη θάλασσα, για την προκοπή και την ευτυχία της Πατρίδας. Είναι ο άνθρωπος, που σαν άλλος Άγιος Διονύσιος, συχώρεσε το φονιά του αδερφού του. Ας θυμηθούμε ακόμη ότι λίγο καιρό πριν από το θάνατό του, ο γνωστικός και ανεξίκακος εκείνος άνθρωπος πήγε στο Μοριά, όπου γύρισε πολιτείες και χωριά για να αποχαιρετήσει τους φίλους του και να ζητήσει συχώρεση από παλιούς εχθρούς του. Και δεν μπορεί, σε κάποια αποχαιρετιστήρια συναπαντήματα συμποσιακά, να μη σιγοτραγούδησε μαζί με παλιούς συντρόφους του, μέσα στου κρασιού το γλυκό ζέσταμα και του νοσταλγικού λογισμού την αύρα, ένα παλιό αγαπημένο τραγούδι, που άρχιζε με τούτα τα λόγια: Καλώς ανταμωθήκαμε εμείς οι ντερντιλήδες να κλάψουμε τα ντέρτια μας και τα παράπονά μας. Το τραγούδι για το θάνατο του Κολοκοτρώνη που παρέθεσα πιο πάνω, το πήραν από την καμπανιστή και μελωδική φωνή του θείου μου Γιώργη Κακούτη, άριστου τραγουδιστή και πρόσχαρου πρωταγωνιστή σε σπιτικές και πανηγυριώτικες διασκεδάσεις στο χωριό του Μάλθη Τριφυλίας και τη γύρω περιοχή. Τούτο το τραγούδι ήταν το γιορτινό του. Η αφεντιά μου το βάφτισε επίσημο και το τραγουδάει ευκαιριακά σε παραδοσιακά συμπόσια, με παράπονο γλυκό σε κλέφτικο σκοπό και ως μοιρολόι. Με μεγάλη μου χαρά το δίδαξα στον καλλίφωνο παπα-Γιάννη Γεωργιόπουλο από του Χλακιά Τριφυλίας. Ένα από τους αμέτρητους μέσα στους αιώνες λειτουργούς του Υψίστου και της Εθνικής μας παράδοσης, σαν κι εκείνους τους «παπάδες λεβεντάδες» στη Σωπική της Βορείου Ηπείρου στα χρόνια της Τουρκοκρατίας. Έτσι τους χαρακτηρίζει ένα όμορφο δημοτικό τραγούδι που το τραγουδούσαν και σήμερα οι Βορειοηπειρώτες με το βλέμμα συνεπαρμένο από μεράκι και καημό. Ο παπα-Γιάννης είπε το τραγούδι που του δίδαξα, στις 20 Ιουλίου 1998, στο πανηγύρι του Σιδηροκάστρου Τριφυλίας, συμμετέχοντας σε διαγωνισμό δημοτικού τραγουδιού. Απέσπασε το πρώτο βραβείο και μαζί του το θαυμασμό του κόσμου. Κλείνοντας αυτό το κείμενο, που για μένα αποτελεί ταπεινή κατάθεση ψυχής, αισθάνομαι την ανάγκη να αναφέρω ένα περιστατικό που φανερώνει τη βαθιά προσήλωση ενός κληρικού στην εθνική μας παράδοση. Στις 18 Φεβρουαρίου 2000 πέθανε στη Βανάδα Τριφυλίας ένας λεβεντόπαπας, ο Ηλίας Κολοκοτρώνης, σπουδαίος κληρικός κι αδερφικός μου φίλος. Μου είχε αφήσει μια ιερή υποθήκη λέγοντάς μου: «Δάσκαλε σαν αποθάνω και κλείσω για πάντα τα μάτια, επιθυμώ να μου ειπείς ένα λεβέντικο τραγούδι Κολοκοτρωναίικο…». Όταν έφυγε από τη ζωή , ήμουν ένας από τους πολλούς που βρέθηκαν πλάι του στη νεκρική του κλίνη. Ήταν, θυμάμαι, κονταυγή την ώρα που βασίλευε ο Αυγερινός, γλυκοχάραζε η μέρα κι ο πονεμένος κόσμος του, μελισσολόι αληθινό γύρω από το λείψανό του κρυφοαναστέναζε και παίνευε τις αρετές και τη λεβεντιά του. Εκείνη την ώρα με σπαραγμό ψυχής, βραχνά και λυπημένα του τραγούδησα το παραπάνω τραγούδι για το θάνατο του Κολοκοτρώνη, αντάμα με τις ανιψιές του, Αγαθή, Ευγενία και Ευθυμία. Σαν τελείωσα το χρέος μου, με βουρκωμένα μάτια ασπάστηκα το λείψανό του και μου φάνηκε η γλυκιά μορφή του, πως μου χαμογέλασε…

Στάθης Κακούτης

Εκπαιδευτικός – Λαογράφος

Κυπαρισσία 7-2-2018