Η εγκατάλειψη της γεωργίας ευνοεί τις δασικές πυρκαγιές

Η εγκατάλειψη της γεωργίας ευνοεί τις δασικές πυρκαγιές

Ο Γ. Γκόλνταμερ, επικεφαλής του κέντρου Παγκόσμιας Παρακολούθησης Πυρκαγιών, υποστηρίζει στην DW ότι οι πυρκαγιές στη Μεσόγειο δεν οφείλονται μόνο στην ξηρασία και τους ανέμους

Είτε στα Βαλκάνια, την Ελλάδα, την Τουρκία ή την Ιταλία, η πυροσβεστική και οι κάτοικοι μάχονται με τις πυρκαγιές σε πολλά μέρη, ωστόσο συχνά μάταια. Οι καταστροφικές πυρκαγιές στα δάση τροφοδοτούνται από τους καύσωνες, την ακραία ξηρασία και τους ισχυρούς ανέμους.

Τα ακραία καιρικά φαινόμενα γίνονται όλο και πιο συχνά εξαιτίας της κλιματικής αλλαγής, ακόμη και σε περιοχές που μέχρι τώρα είχαν γλυτώσει. Ο αυξημένος κίνδυνος δασικών πυρκαγιών δεν οφείλεται όμως μόνο στην κλιματική αλλαγή, λέει ο οικολόγος πυρκαγιών Γιόχαν Γκέοργκ Γκολντάμερ, επικεφαλής του Κέντρου Παγκόσμιας Παρακολούθησης Πυρκαγιών, σε συνέντευξή του στην Deutsche Well (DW).

Ειδικότερα στην περιοχή της Μεσογείου, το τοπίο έχει αλλάξει δραματικά σε πολλά μέρη ως αποτέλεσμα της συνεχιζόμενης φυγής από την ύπαιθρο με μοιραίες συνέπειες.

Οι εγκαταλελειμμένες περιοχές αυξάνουν τον κίνδυνο πυρκαγιάς

DW: Κύριε καθηγητά, υπήρχαν πάντα σοβαρές δασικές πυρκαγιές στην περιοχή της Μεσογείου. Γιατί η εγκατάλειψη των αγροτικών περιοχών αυξάνει τον κίνδυνο;

Γιόχαν Γκέοργκ Γκολντάμερ: Στα Βαλκάνια, την Ελλάδα και την Τουρκία η αστυφιλία συνεχίζεται ακάθεκτη. Η νέα γενιά μετακομίζει στις πόλεις για να βρει δουλειά και καλύτερη ποιότητα ζωής εκεί. Με τους νέους να απομακρύνονται, οι αγροτικές περιοχές γερνάνε.

Τα χωριά και οι παλιοί οικισμοί σιγά-σιγά εξαφανίζονται. Αυτό σημαίνει ότι η παραδοσιακά πολύ εντατική χρήση της γης θα πάψει να υπάρχει εκεί. Στη γη που δεν καλλιεργείται, σταδιακά εμφανίζονται αγριόχορτα, θάμνοι, μεμονωμένα δέντρα και τέλος δάση, τα οποία παρέχουν στη φωτιά περισσότερη τροφή από τις εντατικά καλλιεργούμενες γεωργικές περιοχές ή βοσκότοπους.

Εάν κάποιος θέλει να κάνει κάτι ενάντια στον κίνδυνο αύξησης των πυρκαγιών, θα πρέπει να εστιάσει στη νότια Ευρώπη, στα μέτρα που αντισταθμίζουν την έξοδο από τις αγροτικές περιοχές.

DW: Oρισμένες χώρες έχουν προχωρήσει σε αναδασώσεις με στοχευμένο τρόπο ως αντιστάθμισμα στην εγκατάλειψη της γης από τους αγρότες. Είναι αυτός ένας σωστός τρόπος;

Γιόχαν Γκέοργκ Γκολντάμερ: Αυτό εξαρτάται πολύ από το πώς γίνεται η αναδάσωση. Στην Πορτογαλία, για παράδειγμα, τα ταχέως αναπτυσσόμενα είδη δέντρων καλλιεργούνται σε μεγάλες εκτάσεις για παραγωγή χαρτοπολτού και ξύλου. Είναι πεύκα και ευκάλυπτος, τα οποία κινδυνεύουν ιδιαίτερα επειδή είναι πολύ εύφλεκτα, σε αντίθεση με τους παραδοσιακούς ελαιώνες ή τις βελανιδιές.

Στην Τουρκία, αναδασωμένες περιοχές με πεύκο καίγονται αυτή τη στιγμή. Οι πυρκαγιές σε αυτά τα δάση είναι πολύ δύσκολο να καταπολεμηθούν. Με ισχυρούς, ξηρούς ανέμους είναι μερικές φορές αδύνατο να σταματήσει μια φωτιά.

Τα φυσικά δάση κινδυνεύουν υπερβολικά

DW: Εκτός από αυτή τη μονοκαλλιέργεια αναδάσωσης, υπάρχει επίσης η επιθυμία σε πολλά μέρη να αφήσουμε τα δάση όσο το δυνατόν πιο ανέγγιχτα. Είναι τα «φυσικά» δάση πιο ανθεκτικά σε ακραίες καιρικές συνθήκες και τη φωτιά;

Γιόχαν Γκέοργκ Γκολντάμερ: Σε ένα ανέγγιχτο δάσος υπάρχει μεγάλη ποικιλία ιθαγενών φυτών και εντόμων αλλά και πολύ νεκρό ξύλο. Σε περίπτωση καύσωνα ή πυρκαγιών, ένα τέτοιο δάσος κινδυνεύει εξαιρετικά. Προκειμένου να καταστούν τα δάση λιγότερο ευαίσθητα στη φωτιά, θα πρέπει να σχεδιάζονται με τέτοιο τρόπο, ώστε η φωτιά να βρίσκει λιγότερη τροφή εκεί και επομένως να μπορεί να ελεγχθεί ευκολότερα. Αυτό είναι δυνατό πάνω από όλα μέσω της εντατικής γεωργίας και της ελεγχόμενης βοσκής στα δάση.

DW: Τα ακραία καιρικά φαινόμενα εκδηλώνονται τώρα, όχι μόνο στην περιοχή της Μεσογείου, αλλά σε όλο τον κόσμο λόγω της κλιματικής αλλαγής. Πώς πρέπει να προσαρμοστούμε στη νέα πραγματικότητα;

Γιόχαν Γκέοργκ Γκολντάμερ: Μόλις βιώσαμε εξαιρετικά έντονες βροχοπτώσεις και πλημμύρες εδώ στη Γερμανία. Επιπλέον, υπάρχουν ακραία φαινόμενα ισχυρών ανέμων, συμπεριλαμβανομένων των ανεμοστρόβιλων που δεν είχαμε ποτέ πριν ή μεγάλες εποχές ξηρασίας και πυρκαγιών. Φυσικά, όλα αυτά έχουν άμεσο αντίκτυπο στα δάση. Αυτός είναι ο λόγος, για τον οποίο πρέπει να αποχαιρετήσουμε την εικόνα που είχαμε για τα δάση, όταν κάποτε μπορούσαν να αναπτυχθούν σε ένα πολύ ισορροπημένο κλίμα, στο οποίο τέτοια ακραία φαινόμενα δεν εκδηλώνονταν ή εκδηλώνονταν σπάνια.

Εάν στο μέλλον έχουμε γενικά κλιματολογικές συνθήκες όπως στη Μεσόγειο ή στις υποτροπικές περιοχές, τότε θα πρέπει να κοιτάξουμε τα δάση εκεί. Πώς είναι; Είναι εξίσου πυκνά, ψηλά και πλούσια σε βιομάζα όπως τα δάση ερυθρελάτης, ελάτης και της οξιάς μας; Όχι! Πρόκειται για ανοιχτά δάση με σχετικά λίγα δέντρα. Το αποτέλεσμα είναι ότι έχουν περισσότερο έδαφος να αναπτυχθούν, περισσότερο νερό ενώ οι ρίζες τους απλώνονται πιο βαθιά. Κι αυτή η ανθεκτικότητα τα βοηθά απέναντι σε ακραίες ξηρασίες και ανέμους.

Μάλιστα σε επίρρωση των παραπάνω  παραθέτουμε μερικά χαρακτηριστικά σημεία άρθρου του Δημήτρη Στεργίου στον “Οικονομικό Ταχυδρόμο”: Οι ήρωες του βουνού και της στάνης, όπως θα έλεγε και ο Κώστας Κρυστάλλης, κράτησαν όρθια και αγνή την ομηρική παράδοση της κτηνοτροφίας συνεχώς ως «πιστικοί» (από τη μυκηναϊκή λέξη «πάτα»), ως νομάδες, έως το 1860, ως ξωμάχοι έως το 1960.… Σε όλη αυτή την περίοδο στη χώρα μας ο αγροτικός πληθυσμός αντιστοιχούσε στο 50% περίπου του συνολικού πληθυσμού και όλοι σχεδόν απασχολούνταν στον αγροκτηνοτροφικό τομέα.

Κάθε νοικοκυριό ( πάνω από 3.000.000) είχε, στα μικρά και μεγάλα κεφαλοχώρια, τουλάχιστον ένα κοπάδι από 500-1000 αιγοπρόβατα, τα οποία έβοσκαν ελεύθερα αποκλειστικά στα δάση. Έτσι, εκτιμάται ότι τότε στο χωριό μου (2.000 περίπου κάτοικοι, έναντι 400 σήμερα!) όλα σχεδόν τα νοικοκυριά (πάνω από 400!) είχαν πάνω από 400.000 κεφάλια (κυρίως γίδια). Σε ολόκληρο τον ελληνικό πληθυσμό εκτιμάται ότι σε κάθε νοικοκυριό αντιστοιχούσαν πάνω από 1.000 γίδια, ενώ σήμερα μόνο … μισή (γίδα)!!! Το 2019 τα γίδια που υπήρχαν κυρίως κατεσπαρμένα σε ορεινούς της χώρας μας ανέρχονταν σε 3.600.000 κεφάλια, έναντι 4.200.000 δέκα χρόνια νωρίτερα )2009!)

Αυτή η απασχόληση τότε του μισού σχεδόν πληθυσμού της χώρας στον πρωτογενή τομέα είχε, πέρα από τη συμβολή στην προστασία των δασών, σημαντική συμμετοχή στην οικονομική ανάπτυξη καθώς συμμετείχε στη διαμόρφωση του ΑΕΠ κατά 30% περίπου, έναντι μόλις 15% του δευτερογενούς τομέα! Αυτή η τεράστια συμβολή στην απασχόληση και την οικονομική μεγέθυνση έβαινε συνεχώς μειούμενη μετά το 1960 καθώς το 1976 συρρικνώθηκε στο 12,1%, το 2007 στο 3,4% και σήμερα σχεδόν στο μηδέν!

Αυτή, λοιπόν, η γίδα, η οποία ετέθη υπό απηνή διωγμόν κυρίως μετά το 1965 για να εγκαταλείψουν οι αιγοπροβατοτρόφοι τα χωριά τους και να έρθουν στην πρωτεύουσα να διορισθούν στις αμέτρητες ζημιογόνες δημόσιες επιχειρήσεις και οργανισμούς ως «φύλακες» και «κλητήρες», μάς εκδικήθηκε!”.