Μικρό ιστορικό του Πρωτοδικείου Κυπαρισσίας

Μικρό ιστορικό του Πρωτοδικείου Κυπαρισσίας

Το έτος 1833, περίοδος της αντιβασιλείας του Όθωνα με πρωτοβουλία του νομομαθούς Φον Μάουρερ ιδρύονται τα 10 πρώτα Πρωτοδικεία στις έδρες/πρωτεύουσες των 10 πρώτων νομών της χώρας.
Ένα απ’ αυτά ήταν και το Πρωτοδικείο Κυπαρισσίας, που για 2 χρόνια ήταν η πρωτεύουσα του νομού Μεσσηνίας (1833-1835), με Νομάρχη τον Χρηστίδη.

Η πρωτεύουσα του νομού Μεσσηνίας μεταφέρθηκε στην Καλαμάτα το έτος 1835, μετά τα γεγονότα της μεσσηνιακής επανάστασης του 1834 (πρώτη κοινωνική επανάσταση των Ντρέδων).

Μετά από σιωπή των πηγών από την εφημερίδα της κυβερνήσεως (Αρ. Φυλ. 39/02-09-1871) σε διάταγμα του Βασιλιά Γεωργίου, αντλούμε την πληροφορία περί συστάσεως του Πρωτοδικείου Κυπαρισσίας σε εισήγηση του Υπουργού Δικαιοσύνης, ΑΑ Κοντόσταυλου. Ημέρα έναρξης λειτουργίας είχε οριστεί η 15/1/1872.
Το Πρωτοδικείο Κυπαρισσίας στεγάστηκε σε διάφορα κτίρια της Πάνω η της Κάτω Πόλεως.

Για ένα διάστημα στεγάστηκε στο ισόγειο της οικίας Γεωργίου Α. Γεωργακοπούλου (το επιβλητικό αρχοντικό αριστερά μας, ανεβαίνοντας προς το Κάστρο την οδό Ελένης Χαμέρη). Σίγουρα αυτό είχε συμβεί στα χρόνια της Δημαρχίας Κανάρη Γ(υ)ιαλία και του τοπικού βουλευτή Νικολάου Πονηρόπουλου.

Σε αντίθετη κατεύθυνση κινούνταν πάντα ο βουλευτής Ευστάθιος Κοκκέβης, που όταν ερχόταν σε θέση ισχύος μετέφερε το Πρωτοδικείο και άλλες δημόσιες υπηρεσίες από την Πάνω Πόλη στην Παραλία.

Το έτος 1905, καθώς η κυβέρνηση Δηλιγιάννη αποφάσισε να καταργήσει το Πρωτοδικείο Κυπαρισσίας μαζί με άλλα τέσσερα, οι κάτοικοι ξεσηκώθηκαν πραγματοποιώντας ΔΥΝΑΜΙΚΟ ΣΥΛΛΑΛΗΤΉΡΙΟ υπέρ της μη κατάργησής του. Στην πόλη εξεδόθη ένα φυλλάδιο -από τον Κ. Περτουντζή- όπου αναγράφεται η ζημιά που θα προκληθεί από την κατάργηση του Πρωτοδικείου.
Ακολούθησαν έντονες κινητοποιήσεις και διαμαρτυρίες που τελικά ακύρωσαν τα σχέδια περί κατάργησης του.

ΑΣ ΠΟΥΜΕ ΚΑΙ ΤΩΡΑ ΔΥΝΑΜΙΚΑ ΟΧΙ ΣΤΗΝ ΚΑΤΑΡΓΗΣΗ ΤΟΥ.

ΜΠΟΡΟΥΜΕ ΝΑ ΤΑ ΚΑΤΑΦΕΡΟΥΜΕ ΟΛΟΙ ΜΑΖΙ.

Του Δικηγόρου Ηλία Π. Γιαννόπουλου

Υ.Γ. Ευχαριστώ πολύ τον εκπαιδευτικό φίλο Αριστείδη Γκιουλή για τη συμβολή του στην επεξεργασία των πηγών.