Εκδήλωση μνήμης για τη Φρίντα Λιάππα από τον «Πάμισο» (φωτογραφίες)


Το σκηνοθετικό και συγγραφικό έργο της Φρίντας Λιάππα παρουσιάζεται την Κυριακή στην Αθήνα από το Σύλλογο των Απανταχού Νησιωτών «Πάμισος». Πρόκειται για μια εκδήλωση μνήμης στη Μεσσήνια σκηνοθέτιδα, όπου θα μιλήσουν σημαντικοί άνθρωποι του χώρου των γραμμάτων και των τεχνών, όπως σημειώνεται στην πρόσκληση.  
Η παρουσίαση έχει τίτλο «20 χρόνια, μια απουσία γεμίζει τη ζωή μας» και θα πραγματοποιηθεί την Κυριακή 7 Δεκεμβρίου στις 11.30 το πρωί, στο Gazarte, Βουτάδων 32 – 34 στο Γκάζι, Στάση Μετρό Κεραμεικός.
Με αφορμή την παραπάνω σημαντική εκδήλωση, το «Θάρρος» αναδημοσιεύει ένα ενδιαφέρον κείμενο που υπογράφει η Αργυρώ Μποζώνη από το περιοδικό Lifo.
 
Μαρτυρίες για τη Μεσσήνια καλλιτέχνιδα
«Μπορεί η αφήγησή σου να έχει τη μορφή ενός παραμυθιού, ενός τραγουδιού, ενός μόνο ήχου –μυριάδες είναι οι τρόποι που υπάρχουν -, αλλά πάντα από κάτω θα υπάρχει αυτό που δίνει ισχύ σ’ όλες τις μεγάλες ταινίες που διασώζονται μέχρι σήμερα: το ανθρώπινο δράμα. Έτσι, εμένα μ’ ενδιαφέρει η αλήθεια μιας κατάστασης κι όχι η αληθοφάνειά της, η μοίρα ενός προσώπου και όχι η ωραιοποίησή του, η σύγκρουση των δυνάμεων που λειτουργούν μέσα σε μια υπόθεση και όχι η παράστασή τους. Μ’ ενδιαφέρουν, με δυο λόγια, οι ιστορίες που αφηγείται χρόνια τώρα ο λαός μας –μ’ ενδιαφέρει όμως και η “ιστορία” που κρύβει μέσα της ο τρόπος που ένας άνθρωπος πιάνει το ποτήρι του…», έλεγε η Φρίντα Λιάππα στον Τέλη Σαμαντά σε συνέντευξή της στην «Αυγή» το Νοέμβριο του 1981.
«Νομίζω η Φρίντα», μας λέει ο Κυριάκος Αγγελάκος, ένας από τους ανθρώπους της ζωής της, «έχει αφήσει ένα ίχνος το οποίο καλό είναι να το παρακολουθούμε ακόμα, να βλέπουμε τις ταινίες της, να διαβάζουμε τα ποιήματά της». «Σαν δημιουργός, στις ταινίες, έβγαινε η πιο πεισματάρικη πλευρά του χαρακτήρα της. Γιατί στην ουσία η Φρίντα είχε μια εγγενή αντίθεση. Ήταν ένα εξαιρετικά ευαίσθητο και ευάλωτο πλάσμα, με μια τρομερή μαχητικότητα από την άλλη πλευρά και ένα τρομερό πείσμα στα πράγματα τα οποία έκανε. Είτε έκανε ταινίες είτε ο τρόπος που ντυνόταν, δυναμική μέσα σε ένα χώρο κυρίως ανδροκρατούμενο. Την εποχή εκείνη στην ουσία είχε επιβάλει την παρουσία της, δεν της δόθηκε τίποτα, ήταν ένα πράγμα το οποίο το κατέκτησε και το επέβαλε. Επέβαλε την παρουσία της μέσα σε ένα χώρο όπου κυριαρχούσανε άντρες, αποκλειστικά άντρες. Οι δύο γυναίκες που υπήρχαν την εποχή εκείνη ήταν η Τόνια Μαρκετάκη και η Φρίντα. Νομίζω ότι είναι από τους πιο παθιασμένους ανθρώπους που έχω δει γύρω από την τέχνη».
Ήταν ένα εξαιρετικά ευαίσθητο και ευάλωτο πλάσμα, με μια τρομερή μαχητικότητα από την άλλη πλευρά και ένα τρομερό πείσμα στα πράγματα τα οποία έκανε. Είτε έκανε ταινίες είτε ο τρόπος που ντυνόταν, δυναμική μέσα σε ένα χώρο κυρίως ανδροκρατούμενο.
«Η ίδια είχε μία φράση του Νίκολας Ρέι που την έλεγε συνέχεια. Έλεγε «Πείσμα και μόνο πείσμα, ένα ατέλειωτο πείσμα να μην κάνω τίποτα με το οποίο δεν είμαι ερωτευμένος μαζί του» και σε όλη της τη ζωή ακολούθησε ακριβώς αυτό. Έκανε πράγματα μόνο τα οποία ήθελε να κάνει. Αυτό το πλήρωσε πάρα πολύ βαριά. Δεν είχε ποτέ μια ζωή με οικονομική ευχέρεια, μετά την τελευταία της ταινία πούλησε το μοναδικό περιουσιακό στοιχείο που είχε, ένα σπίτι στον Καρέα, για να ξεχρεώσει, για να μην οφείλει σε κανέναν».
«Είχε ένα δικό της τρόπο, ήταν μια ποιητική οπτική πάνω στο ρεαλισμό. Όχι, όμως, μέσα από μία εξιδανίκευση της ποιητικότητας και όλα αυτά. Ακόμα και αυτό που μπορούσαν οι άλλοι να το χαρακτηρίσουν σαν λαϊκό μπορούσε να το πάρει και να το αναδείξει σε ένα ποιητικό γεγονός. Το 1976, παίρνει τον τίτλο ενός λαϊκού τραγουδιού του Μητροπάνου, το “Μια ζωή σε θυμάμαι να φεύγεις”, που για τους άλλους ήταν χαμηλού ενδιαφέροντος, και πάνω σ’ αυτό χτίζει μια ταινία στην οποία βάζει όλα τα στοιχεία της προσωπικής της μυθολογίας τεταγμένα με ένα τρόπο άλλο. Βάζει τον Τσιτσάνη, βάζει το ελληνικό λαϊκό τραγούδι, βάζει τον Raymond Chandler, το αμερικάνικο μυθιστόρημα, βάζει τις σχέσεις της με την Αριστερά, βάζει τη σχέση του αρσενικού με το θηλυκό, με τον άντρα να φεύγει, ας πούμε, και να ξαναγυρνάει μετά από μια περιπλάνηση, το αδιέξοδο του δημιουργού που κολλάει, βάζει το θέατρο μέσα απ’ τον Μιχαηλίδη και ένα ανέβασμα της Μήδειας. Και ταυτόχρονα, βάζει τον τρόπο ζωής μιας συγκεκριμένης, όχι παρέας, μια συγκεκριμένης γενιάς, σε μια συγκεκριμένη εποχή που είναι η μεταπολίτευση. Διατηρώντας βεβαίως ένα ανοικτό φινάλε. Πάντα της άρεσε να μην κλείνει τις ταινίες, τα φινάλε να είναι ανοιχτά. Ακόμα και μετά, όταν στην επόμενη ταινία η μία αδερφή αυτοκτονεί, η άλλη είναι σε ένα αεροδρόμιο. Πάντα υπάρχει κάτι που δεν κλείνει».

Επιμέλεια: Αντώνης Πετρόγιαννης