Από τον Σωκράτη στον Καζαντζάκη 2.000 χρόνια φιλοσοφικού στοχασμού


Ένας από τους σημαντικότερους φιλοσόφους όλων των εποχών, ένα από τα μεγαλύτερα ελληνικά ονόματα, που ακούγεται μέχρι την πιο απόμακρη άκρη του πλανήτη, καταδικάστηκε σε θάνατο από τους Έλληνες συγχρόνους του. Δε θα μπορούσε να ήταν άλλος από τον Σωκράτη, τον άνθρωπο που, αρνούμενος τον τίτλο του σοφότατου, σημάδεψε οριστικά την πορεία της φιλοσοφικής σκέψης, δίνοντας στους ανθρώπους το δικαίωμα στην αμφιβολία.
Το δικαστήριο της Ηλιαίας αποφάσισε τη θανατική καταδίκη του φιλοσόφου, με μέτρια πλειοψηφία, το 399 π.Χ. Οι κατηγορίες που τον απηύθυναν ήταν δύο. Ότι δια της διδασκαλίας του πρόβαλλε την αθεΐα και ότι διέφθειρε τους νέους.
Η «διαφθορά των νέων» θα λέγαμε πως έχει μεγαλύτερη σχέση με τα πραγματικά αίτια της δίωξής του, που ήταν, κυρίως, πολιτικοί λόγοι.
Ο Σωκράτης, όμως, όπως και ο ίδιος έλεγε, δε δίδαξε ποτέ κανέναν. Μόνο, εφαρμόζοντας την μέθοδο της μαιευτικής, βοηθούσε με τις ερωτήσεις του (σαν μαία) το συνομιλητή του να «γεννήσει» από μέσα του την αλήθεια. Σκοπός του, λοιπόν, δεν ήταν ούτε να πείσει, ούτε να διδάξει και φυσικά, ούτε να διαφθείρει, παρά να αναζητήσει την αλήθεια, την πρώτη και αναλλοίωτη. Η διαφθορά, που οι κατήγοροί του ισχυρίστηκαν ότι ασκούσε στους νέους, ήταν περισσότερο… γοητεία. Ο φιλόσοφος συνήθιζε να «ξεσκεπάζει» στην αγορά την ψευδή σοφία των σοφιστών και όλο αυτό το «παιχνίδι της σκέψης» γοήτευε και ενθουσίαζε τους νέους της Αθήνας.
Πώς μπορούμε, λοιπόν, να κρίνουμε , αν ,πράγματι, ένας τέτοιος άνθρωπος, που μέχρι την τελευταία μέρα της ζωής του δεν αρνήθηκε τα ιδανικά και τις αξίες του, ένας άνθρωπος που επέλεξε να μην αποδράσει, για να μη δείξει ασέβεια στους νόμους, διέφθειρε τους νέους της εποχής του;
Για την ακρίβεια: τι είναι πραγματικά η διαφθορά των νέων; Σήμερα, άραγε, διαφθείρονται οι νέοι; Διαφθορά είναι μάλλον, σύμφωνα και με τους κατηγόρους του φιλοσόφου, οτιδήποτε προβληματίζει και εγείρει την σκέψη. Είναι οτιδήποτε μας οδηγεί να διαμορφώσουμε τη δική μας άποψη για τον κόσμο γύρω μας. Οτιδήποτε μας κινητοποιεί και μας δίνει θάρρος να εκφράζουμε ελεύθερα τη γνώμη μας.
Κι όμως, εκατοντάδες χρόνια μετά τη θανατική καταδίκη του φιλοσόφου βρέθηκε ακόμη ένας Έλληνας να κατηγορείται για διαφθορά των νέων.
Στη σύγχρονη εποχή, ο Ν. Καζαντζάκης έχει κατηγορηθεί, περισσότερο από κάθε άλλον, ότι μέσα από το έργο του διέφθειρε, κυρίως τους νέους. Στην πραγματικότητα, ωστόσο, έκανε τους ανθρώπους απλά να σκεφτούν πάνω σε θέματα που μέχρι τότε θεωρούσαν δεδομένα, όπως η ύπαρξη του θεού και η δυνατότητα να ζει ο άνθρωπος μια ζωή ελεύθερη, χωρίς όρια.
Ένα από τα όπλα του Ν. Καζαντζάκη ήταν η αμφισβήτηση. Γι’ αυτό και φρόντιζε πάντα μέσα από το έργο του να εκφράζει τις αμφιβολίες του για οποιαδήποτε παραδεδεγμένη αλήθεια του επέβαλε η κοινωνία. Κι όπως ήταν φυσικό, ο κάθε Έλληνας πολίτης κρατούσε από τις σκέψεις του συγγραφέα ό,τι τον βόλευε, ανάλογα με τη δική του πίστη και τα δικά του ιδεώδη. Ο χριστιανός κρατούσε τη χριστιανοσύνη του, ο άθεος την αθεΐα του, ο Έλληνας πατριώτης τον πατριωτισμό του και αυτός που ήθελε να πιστέψει πως ο Καζαντζάκης διέφθειρε τους νέους, κρατούσε τα στοιχεία εκείνα που θα τον οδηγούσαν στη διαφθορά.
Δύο μεγάλοι διανοητές του ελληνικού κόσμου, ο Σωκράτης και ο Καζαντζάκης, έζησαν σε δύο πολύ διαφορετικές εποχές, αλλά τελικά σε μια τόσο ίδια κοινωνία που καταδικάζει οποιαδήποτε προσπάθεια του ανθρώπου για πνευματική ανέλιξη μέσα από τον προβληματισμό και την αμφισβήτηση. Έπειτα, οι άνθρωποι που μετατρέπονται σε πνεύματα αντιλογίας προς οτιδήποτε ορίζει η κοινωνία, είναι συχνά τα εξιλαστήρια θύματά της. Από τη μία, ο Σωκράτης δεν ήταν ούτε δημοκρατικός, ούτε ολιγαρχικός, ούτε άθεος. Ήταν, όμως, σκεπτικιστής και ως φιλόσοφος υπήρξε συχνά ο εύκολος στόχος.
Από την άλλη, ο Καζαντζάκης ήταν ένας άνθρωπος που «άνηκε παντού και πουθενά». Κι ένας άνθρωπος που δεν ξέρει ούτε καν ο ίδιος αν πράγματι ανήκει κάπου γίνεται συχνά θύμα.
Ο Σωκράτης έλεγε: «Ένα πράγμα ξέρω μόνο, ότι δεν ξέρω τίποτε» και ο Καζαντζάκης ζήτησε να γραφτεί στο τάφο του: «Δεν ελπίζω τίποτα, δε φοβάμαι τίποτα. Είμαι λεύτερος!».
Οι δύο φιλόσοφοι, μέσα από τη ζωή τους, φαίνεται να καταλήγουν στο ίδιο συμπέρασμα: πως το να είσαι δέσμιος του ίδιου σου του εαυτού δε σου χαρίζει την ελευθερία της ψυχής, ούτε σε οδηγεί στη μία και μοναδική αλήθεια.
Με τα διδάγματά τους αυτά οι δύο άνθρωποι που σημάδεψαν με τρόπο ανεξίτηλο την ιστορία του ελληνικού πολιτισμού θα έπρεπε να θεωρούνται παραδείγματα και όχι μέσα διαφθοράς των νέων.
 
Της Ιωάννας Μ. Κουτέλα