Η απαξίωση της ελληνικής γλώσσας


Αν είσαι από αυτούς, που εκκλησιάζονται έχεις τη δυνατότητα να έρθεις σε επαφή με τη δύναμη της γλώσσας σου τουλάχιστον μια φορά την εβδομάδα. Απαιτείται ελάχιστη συγκέντρωση, ώστε να κατανοήσεις τη γλώσσα των λειτουργικών βιβλίων. Αναφέρομαι στην εκφραστική της δύναμη, η οποία γεννά συναισθήματα ή αναδύει άλλα, τα οποία αποδυναμώνονται βυθισμένα στο άγχος της καθημερινότητάς σου. Η αλήθεια είναι ότι δεν σου προσφέρονται επαρκείς ευκαιρίες, ώστε να προαισθανθείς αυτή τη δύναμη, εκτός πια κι αν ανήκεις στη μειονότητα των σοβαρών αναγνωστών. Ούτε κατά τη διάρκεια της σχολικής φοίτησης σου την παρέχουν, ούτε ο δημόσιος λόγος, ούτε η «γλώσσα του λαού», η οποία μυθοποιήθηκε από τη γενιά του ’30 και εξαφανίστηκε μαζί της. Από τον συνολικό αριθμό των λέξεων, που ακούς στο δρόμο έχεις αναρωτηθεί πόσες από αυτές είναι απλώς υβρεολογήματα και πόσες άλλες σου θυμίζουν άναρθρη κραυγή; Πόσες λέξεις άραγε ικανοποιούν τους χρήστες κατά τη διάρκεια των ακατάσχετων φλυαριών στο κινητό τηλέφωνο; Υποθέτω ελάχιστες. Ελληνικά! Αυτά, που μιλάμε και αυτά, που γράφουμε δεν είναι παρά μια υποβαθμισμένη μορφή της πανάρχαιας γλώσσας. Η ελληνική μαζί με την εβραϊκή γλώσσα είναι οι μακροβιότερες του δυτικού πολιτισμού. Σημαντική βέβαια διαφορά είναι ότι τα ελληνικά, σε αντίθεση με τα εβραϊκά δεν έπαψαν ποτέ να ομιλούνται. Επιβίωσαν μέσα σε τόσους αιώνες, αφήνοντας πίσω τους κείμενα, με τα οποία ευνοήθηκε και διαμορφώθηκε η σκέψη. Σήμερα, έχουν παραγκωνιστεί και οδηγούνται να σβήσουν, να εξαφανιστούν. Και αυτό όχι επειδή κάποιος τα εχθρεύεται, όχι! Επειδή, εμείς οι ίδιοι οι Έλληνες, που τα κληρονομήσαμε αδιαφορούμε για την ύπαρξή τους.
 
Αμέλεια, η οποία αναβλύζει από το συναίσθημα της ανατροπής, βασικό στοιχείο ταυτότητας του σύγχρονου ελληνισμού. Αντί να καλλιεργηθεί σκέψη διαπληκτιζόμαστε για τους τύπους, που θα μας επέτρεπαν να παράγουμε σκέψη. Απόδειξη ότι το «γλωσσικό ζήτημα» ήταν ένα επιτηδευτό πρόβλημα ανάμεσα σε πολλά άλλα. Δε στάθηκε εμπόδιο για τους ποιητές εκείνης της εποχής. Αυτοί είχαν την ποίησή τους και αυτή τα ελληνικά της. Πρόβλημα υπήρξε για το Σταματάκο, τον Ψυχάρη, τον Κριαρά, που δεν είχαν καμία σχέση με την ποίηση και ήταν τυπολάτρες. Ωστόσο, το καθοριστικό έναυσμα στην απαξίωση της ελληνικής γλώσσας δόθηκε την περίοδο των συνταγματαρχών. Ο ίδιος ο Παπαδόπουλος γελοιοποίησε την καθαρεύουσα και άνοιξε δρόμο για τη μεθοδική υποβάθμιση της ελληνικής γλώσσας, η οποία ακολούθησε την περίοδο της μεταπολίτευσης. Για να αποκαλείσαι δημοκράτης πρέπει να ξεχάσεις την καθαρεύουσα. Επομένως, η χρήση της δημοτικής ήταν το εισιτήριο του εκδημοκρατισμού. Το 1976 ο τότε υπουργός παιδείας Γεώργιος Ράλλης καταργεί την καθαρεύουσα και καθιερώνει τη δημοτική σε όλες τις βαθμίδες εκπαίδευσης, ενώ λίγα χρόνια αργότερα το 1981 ο τότε υπουργός παιδείας Ελευθέριος Βερυβάκης καταργεί το πολυτονικό σύστημα γραφής (τα τρία τονικά σημάδια και τα δύο πνεύματα). Με τον τρόπο αυτό επέρχεται ο ακρωτηριασμός της γλώσσας από τη μνήμη της με λοβοτομή. Επομένως, προκύπτουν αλλαγές στο φωνολογικό σύστημα της γλώσσας. Ο μουσικός τονισμός αντικαθίσταται με το δυναμικό  (ένταση), που υπάρχει στη νέα ελληνική. Το πολυτονικό σύστημα είχε επινοηθεί από τον Αριστοφάνη το Βυζάντιο το 200 π.Χ., ώστε να διευκολύνονται στη χρήση της αρχαίας ελληνικής γλώσσας, ακόμη και ξένοι μελετητές, καθώς η προφορά της ήταν μουσική και τονική. Δεν είναι τυχαίο γεγονός, ότι η “δημοτική” του Ελύτη, του Σεφέρη, του Ρίτσου είναι γεμάτη από καθαρεύουσα και πολυτονικό σύστημα και μετά την κατάργησή τους.

Το αποτέλεσμα, το οποίο προέκυψε είναι ο περιορισμός της γλώσσας σε ένα ιδίωμα. Έπειτα χρησιμοποιήθηκε ως εργαλείο για την πολιτιστική κυριαρχία της Αριστεράς και το υιοθέτησε και η Δεξιά, ζηλεύοντας τη δημοτικότητά της. Ζωντανό παράδειγμα αυτού του αποτελέσματος είναι η χρήση της γλώσσας του πρώην πρωθυπουργού, η οποία είναι προϊόν αυτής της πολιτικής. Προσπαθεί να αποφύγει το ανεξέλικτο λεξιλόγιο, που κατέχει, όμως έρχεται σε σύγκρουση με λέξεις άγνωστες, που τον εκδικούνται. Δυστυχώς, οι νέοι διδάσκοντες έχουν εκπαιδευτεί την απορφάνιση της γλώσσας μας, η οποία δεν προσφέρει ούτε ιστορικό ορίζοντα, αλλά ούτε κίνητρα για να την αγαπήσεις. Το ζήτημα είναι αν αυτή η κατάσταση είναι αναπόφευκτη. Πελώριο το έργο, ειδικότερα όταν η εκπαίδευση μεταλαμπαδεύει στους μαθητές της τρόπους να μη διαβάζουν. Κυρίως λογοτεχνία. Μόνο μέσα από τη λογοτεχνία ένας μαθητής θα βρει διέξοδο από την υποβάθμιση της γλώσσας του και θα κατανοήσει τη δύναμή της. Μέχρι στιγμής όμως θα πρέπει να αποδεχθούμε ότι οι νέες γενιές θεωρούν την ελληνική γλώσσα βάρος, ενώ θα προτιμούσαν η μητρική τους να είναι η αγγλική.
Σταυρούλα  Φερέτου
Λογοπεδικός