Η ιδιωτική διαμεσολάβηση ως κανόνας για τους πολλούς και η Δικαιοσύνη ως εναλλακτική για τους λίγους


Σύμφωνα με το άρθρο 1 του Κώδικα Δικηγόρων (ν. 4194/2013): «Ο δικηγόρος είναι δημόσιος λειτουργός. Το λειτούργημά του αποτελεί θεμέλιο του κράτους δικαίου», ενώ σύμφωνα με το άρθρο 36 του Κώδικα: «Αποκλειστικό έργο του δικηγόρου είναι να αντιπροσωπεύει και να υπερασπίζεται τον εντολέα του σε κάθε δικαστήριο… Στο έργο αυτού περιλαμβάνεται και η διαμεσολάβηση για την αναζήτηση συμβιβαστικής λύσης στο πλαίσιο νόμου ή κοινά αποδεκτής διαδικασίας…».
Στις 28/11/2019 ψηφίστηκε στην ολομέλεια της Βουλής ο νόμος 4640/2019 για την ιδιωτική διαμεσολάβηση σε αστικές και εμπορικές διαφορές, που, έστω και με μεγάλη καθυστέρηση, συγκεντρώνει την εύλογη αντίδραση της πλειοψηφίας του νομικού κόσμου της χώρας (από 5.12.2019 ανακοίνωση αντίθεσης της Ολομέλειας των δικηγορικών συλλόγων στην υποχρεωτικότητα του θεσμού), ο οποίος, αμήχανος ενδεχομένως από το εφαρμοζόμενο στη μετα-μνημονιακή Ελλάδα «δόγμα του μεταρρυθμιστικού σοκ» σε κοινωνικό και θεσμικό επίπεδο, άργησε να αναγνωρίσει «το παράθυρο» που άνοιξε διάπλατα ο ανωτέρω νόμος στην «ιδιωτικοποίηση» της δικαιοσύνης και στην απόσπαση νομικού αντικειμένου και ύλης, μέσω της απονομής του τίτλου και της ιδιότητας του «οιονεί δικαστή» σε οποιονδήποτε ιδιώτη, απόφοιτο της 3βάθμιας εκπαίδευσης, ανεξαρτήτως αν φέρει αυτός/ή το προαπαιτούμενο της νομικής κατάρτισης και χωρίς a priori τα εχέγγυα προσωπικής και λειτουργικής ανεξαρτησίας, όπως και με επιπρόσθετο υψηλό κόστος για τον πολίτη.
Πράγματι, είναι έτσι παρών κι ενεργός ήδη ο κίνδυνος της μετεξέλιξης της απονομής του δικαίου σε μια ιδιωτική, αποκλειστική υπόθεση οργανωμένων εμπορικών συμφερόντων που θα ελέγχουν – προς ίδιο όφελος – τη δικαιοσύνη σε πρωτογενές στάδιο, πριν την προσφυγή στα δικαστήρια και στην κλασσική «απονεμητική δικαιοσύνη», που, δυστυχώς, καθίσταται συνεχώς μια «απρόσιτη πολυτέλεια» για τους περισσότερους (βραδύτητα στην εκκαθάριση των υποθέσεων, συνεχής αύξηση του κόστους πρόσβασης: επιβολή τέλους δικαστικού ενσήμου, υψηλά παράβολα ενδίκων μέσων). Είναι παρών και ήδη εξελίσσεται, με άλλα λόγια, ο σχεδιασμός της «από-δικαστηριοποίησης» της δικαιοσύνης και της μετάθεσης του έργου της από το θεσμικό της χώρο (τις δικαστικές αίθουσες), σε μια ιδιωτική, κερδοσκοπική δικαιοσύνη «παραδικαστηρίων» και κλειστών ιδιωτικών κέντρων διαμεσολάβησης, που θα ελέγχονται, στο παρόν και στο μέλλον, από οργανωμένα – επιχειρηματικά συμφέροντα (τράπεζες, ασφαλιστικές εταιρείες, εμπορικές επιχειρήσεις κ.ά.), τα οποία θα μπορούν να προσλάβουν οποιονδήποτε ιδιώτη διαμεσολαβητή με το κατώτατο μισθό, υπαλληλοποιώντας – με φθηνούς όρους – ένα μέρος του ευαίσθητου, ενεργού επιστημονικού δυναμικού της χώρας, αλλά και προσφέροντας «έτοιμες λύσεις», «ραμμένες στα δικά τους μέτρα», προς τους «εξαναγκαζόμενους» πολίτες που θα σύρονται (υπό την απειλή βαρύτατων χρηματικών ποινών και εξόδων σε διαφορετική περίπτωση) σε μια δαπανηρή και υποχρεωτική προ-δικαστική διαμεσολάβηση, χωρίς την ελεύθερη βούληση και τη προηγούμενη σύμφωνη γνώμη τους, αλλά και με ολοένα πιο δυσπρόσιτη τη δυνατότητα προσφυγής στην κλασική δικαιοσύνη, που, εξελισσόμενη, μετατρέπεται σταδιακά η ίδια σε μια πολυτελή εναλλακτική επιλογή για τον πολίτη.
Τα αντεπιχειρήματα του νομικού κόσμου στον ψηφισθέντα νόμο, ότι: α) η εκούσια διαμεσολάβηση κι ο εξωδικαστικός συμβιβασμός, που συνιστά θεμελιώδες δικηγορικό έργο, αποτελούσε κι αποτελεί μια ελεύθερη κι αδάπανη (συχνά) επιλογή του πολίτη «δια των επιφορτισμένων πληρεξουσίων δικηγόρων του» στον ελεύθερο κόσμο και στην ελεύθερη αγορά (μια υπηρεσία που παρέχεται ακόμα και δωρεάν ή με ελάχιστο κόστος από τους δικηγόρους κάθε μέρους, πάντως όχι υποχρεωτικό), καθώς και ότι β) από το νομικό πλαίσιο της υποχρεωτικής διαμεσολάβησης ο νομοθέτης εξαιρεί ρητώς το Δημόσιο, τα ΝΠΔΔ και τους ΟΤΑ, για τους οποίους μόνο επιφυλάσσει αποκλειστικά το φυσικό δικαστή, με τις εγγυήσεις αμεροληψίας που τον συνοδεύουν, μοιάζουν και είναι ακλόνητα.
Έτσι, ο τζίρος από τις χιλιάδες υποθέσεις που υποχρεωτικά θα περνούν από τις εταιρείες θα είναι τεράστιος, ενώ τα οφέλη για τους ασθενέστερους πολίτες ελάχιστα ή μηδαμινά, όταν θα εξαναγκάζονται σε έναν «επί πληρωμή» συμβιβασμό με το ισχυρό μέρος, έχοντας απωλέσει στο μεταξύ σημαντικά όπλα, όπως τη βασική επιλογή της προσφυγής στη δικαστική οδό, που θα αδυνατίζει και θα μοιάζει αργή ή ασύμφορη και ριψοκίνδυνη «εναλλακτική», αλλά και «το εργαλείο της πίεσης» που προκαλεί το ενδεχόμενο μιας δικαστικής απόφασης στο αντίδικο μέρος – ως κρίσιμο πρόκριμα – πολύ συχνά, για την επίτευξη ενός έντιμου κι επωφελούς συμβιβασμού για τον αδικούμενο πριν ή ακόμη και κατά τη διάρκεια της δίκης.
Σε κάθε περίπτωση, εκτός της δεδομένης οικονομικής επιβάρυνσης του πολίτη, ο κίνδυνος μεγαλύτερης ακόμα καθυστέρησης στην απονομή της δικαιοσύνης, από την υποχρεωτική υπαγωγή στη διαδικασία της διαμεσολάβησης, είναι ορατός.
Στη ζυγαριά θα πρέπει να μπει, επίσης, η στάση της Πολιτείας που απέρριψε ή αγνόησε το ολοκληρωμένο σχέδιο της «Δικαστικής Μεσολάβησης» που έχει καταθέσει στο τραπέζι, ως εναλλακτικό θεσμό, η Ένωση Δικαστών και Εισαγγελέων (Ε.Δ.Ε.), με γνώμονα την ταχεία επίλυση των ιδιωτικών διαφορών από ανεξάρτητο δικαστή, με τις αναγκαίες εγγυήσεις αμεροληψίας και νομικού κύρους για τα διάδικα μέρη, αλλά και δίχως επιβάρυνση για τον προσφεύγοντα πολίτη, όπως και η στάση της διοικητικής Ολομέλειας του Αρείου Πάγου να γνωμοδοτήσει ομόφωνα υπέρ του τελευταίου νόμου για την ιδιωτική διαμεσολάβηση, όσον αφορά στη συνταγματικότητα (άρθρο 20 παρ. 1 Σ.) και τη συμφωνία του με το δίκαιο της Ε.Ε. (άρθρο 6 παρ. 1 & 13 ΕΣΔΑ), όταν στο πρόσφατο παρελθόν είχε κρίνει αντισυνταγματικές και αντικείμενες στο Ενωσιακό Δίκαιο, τις ίδιες διατάξεις του προγενέστερου νόμου 4512/2018 (ΑΠ 34/2018), γεγονός που έδωσε αφορμές για αρνητικές κρίσεις περί «εργαλειοποίησης» της δικαιοσύνης και σύγχυσης της εκτελεστικής με τη δικαστική εξουσία, ενώ είναι απολύτως ενδεικτική και σημαντική η άποψη που εξέφρασε τότε η Ολομέλεια Δικηγορικών Συλλόγων προς το Ανώτατο Δικαστήριο της χώρας μας, σύμφωνα με την οποία: «η υποχρεωτική διαμεσολάβηση εισάγει δυσανάλογο περιορισμό του δικαιώματος δικαστικής προστασίας, καθώς επιτείνει τη διαπραγματευτική ανισότητα των μερών και συνεπάγεται υψηλό κόστος, μετατρεπόμενη σε μοχλό πίεσης προς το αδύναμο μέρος για να δεχθεί τη συμβιβαστική επίλυση».
Η ομολογούμενη ανάγκη επιτάχυνση της δικαιοσύνης και η αποφόρτιση των δικαστηρίων από υποθέσεις «δεν πρέπει να οδηγήσει και στην έξωση της δικαιοσύνης από το θεσμικό της χώρο για τους πολίτες» και έτσι η οργανωμένη αντίδραση του νομικού κόσμου, που ήδη προανήγγειλε κινητοποιήσεις σε βάρος του νόμου για την υποχρεωτική διαμεσολάβηση (σε καμία χώρα της Ευρώπης δεν ενέχει αναγκαστικό χαρακτήρα), αλλά και η αντίδραση κάθε ενεργού πολίτη ή φορέα μπροστά στο φάσμα της «εμπορευματοποίησης» της δικαιοσύνης στη χώρα μας, θα πρέπει να κατευθυνθεί (και) στην πρόταση φερέγγυων εναλλακτικών τρόπων επίλυσης των ιδιωτικών διαφορών, όπως είναι η αξιόπιστη για την ισοδικία και τα δικαιώματα του πολίτη «Δικαστική Μεσολάβηση» (ή «η εκούσια νομική διαμεσολάβηση» με θεσμοθετημένο όριο ηλικίας/εμπειρίας των νομικών – διαμεσολαβητών και πιστοποίηση των προσόντων τους από τους Δικηγορικούς Συλλόγους και το υπουργείο Δικαιοσύνης) εκτός από τον εξοβελισμό του ανωτέρω νόμου από το δικαιικό μας σύστημα, που νομοτελειακά θα επιφέρει την ιδιωτικοποίηση και «αφυδάτωση» του δικαίου στη χώρα μας και θα μετατρέψει το έννομο αγαθό της δικαιοσύνης σε εμπορικό προϊόν και ιδιαίτερα σε προνομιακό πεδίο επιχειρηματικών συμφερόντων («δίκαιο του ισχυρού»), που ήδη, για τα δικά τους συμφέροντα, πιέζουν προς την πλήρη επέκταση κι εφαρμογή του.
Η αντίδραση όμως πλέον θα πρέπει να είναι άμεση και δυναμική, αφού η αποδιοργάνωση της θεσμικής δικαιοσύνης στη χώρα μας έχει ήδη ξεκινήσει και πολύ σύντομα η ζημιά για τη δικαιοσύνη και την πλειοψηφία των πολιτών και του νομικού κόσμου στον τόπο μας, φοβάμαι ότι θα είναι οριστική κι ανέκκλητη.
 
 
Του Γεωργίου Κ. Μακρή
Δικηγόρου, μέλους Δ.Σ. Καλαμάτας